Νέους γενετικούς παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση των καρκίνων του εγκεφάλου και των ωοθηκών εντόπισαν δύο νέες μεγάλες διεθνείς γενετικές επιστημονικές έρευνες, στις οποίες συμμετείχαν αρκετοί Έλληνες επιστήμονες.
Στην πρώτη μελέτη, τη μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα, επιστήμονες από πολλές χώρες, με επικεφαλής τον καθηγητή μοριακής γενετικής Ρίτσαρντ Χούλστον του Ινστιτούτου Ερευνών για τον Καρκίνο, στο Λονδίνο, ανέλυσαν και συνέκριναν το γονιδίωμα 12.494 ασθενών με γλοίωμα (την πιο συχνή μορφή καρκίνου του εγκεφάλου) και 18.190 ατόμων που δεν ήταν καρκινοπαθείς.
Οι επιστήμονες (μεταξύ των οποίων ο ελληνικής καταγωγής Κωνσταντίνος Γούσιας του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου της Βόννης), οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής Nature Genetics, αποκάλυψαν 13 νέα γενετικά σφάλματα που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης γλοιώματος. Διπλασιάστηκαν έτσι από 13 σε 26 οι γνωστές γενετικές αλλαγές που σχετίζονται με τον κίνδυνο γλοιώματος.
Μία από τις νέες μεταλλάξεις φάνηκε να αυξάνει τον κίνδυνο κατά 33% περίπου και οι άλλες κατά τουλάχιστον 15% η καθεμία. Οι 13 μεταλλάξεις επηρεάζουν πολλές κυτταρικές λειτουργίες, όπως τον πολλαπλασιασμό των νευρικών κυττάρων, την επιδιόρθωση του DNA, την παραγωγή πρωτεϊνών, την πρόκληση φλεγμονής κ.ά.
Η ανακάλυψη θα επιτρέψει στους γιατρούς να εντοπίζουν έγκαιρα ανθρώπους με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του εγκεφάλου λόγω του γενετικού υποβάθρου τους. Μπορεί επίσης να αναπτυχθούν νέα φάρμακα, για τα οποία υπάρχει μεγάλη ανάγκη, όσον αφορά τον συγκεκριμένο καρκίνο.
Περίπου το 40% των συνολικών περιπτώσεων καρκίνων του εγκεφάλου αφορούν το γλοίωμα, για το οποίο μέχρι στιγμής δεν υπάρχει αξιόπιστη μέθοδος έγκαιρης διάγνωσης, ενώ και οι υπάρχουσες φαρμακευτικές θεραπείες δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές.
Το γλοίωμα διακρίνεται σε γλοιοβλάστωμα και μη γλοιοβλάστωμα. Το γλοιοβλάστωμα είναι πολύ επιθετικός καρκίνος και το μέσο προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών είναι μόνο 10 έως 15 μήνες μετά τη διάγνωση. Μία από τις 13 μεταλλάξεις (στο γονίδιο HEATR3) αυξάνει τον κίνδυνο γλοιοβλαστώματος κατά 18%.
Στη δεύτερη μελέτη, από 418 ερευνητές σχεδόν 300 πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων παγκοσμίως, αναλύθηκε το γονιδίωμα περίπου 100.000 γυναικών, από τις οποίες οι 17.000 είχαν καρκίνο των ωοθηκών.
Οι επιστήμονες της διεθνούς ερευνητικής κοινοπραξίας OncoArray Consortium, με επικεφαλής τον καθηγητή Πολ Φάροου του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ίδιο περιοδικό γενετικής, εντόπισαν 12 νέες γονιδιακές παραλλαγές που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης της συγκεκριμένης μορφής καρκίνου.
Οι 12 νέοι γενετικοί παράγοντες κινδύνου έρχονται να προστεθούν στους 18 που ήταν ήδη γνωστοί, ανεβάζοντας έτσι τον συνολικό αριθμό τους σε 30. Όλοι μαζί οι 30 παράγοντες συνολικά εκτιμάται ότι εξηγούν γύρω στο 6,5% του κληρονομικού κινδύνου, συνεπώς αναμένεται να βρεθούν και άλλες «ένοχες» μεταλλάξεις μελλοντικά.
«Ο καρκίνος των ωοθηκών είναι σαφώς μια ιδιαίτερα πολύπλοκη πάθηση. Ακόμη και οι 30 γενετικοί παράγοντες κινδύνου που πλέον είναι γνωστοί εξηγούν μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνολικού κληρονομικού παράγοντα. Πιστεύουμε ότι εμπλέκονται πολλές ακόμη γονιδιακές παραλλαγές, η καθεμία αυξάνοντας πολύ λίγο τον κίνδυνο. Οι περισσότερες θα είναι πιθανότατα κοινές, αλλά κάποιες θα είναι σπάνιες» δήλωσε η ερευνήτρια δρ Κάθιν Φέλαν του Κέντρου Καρκίνου Μόφιτ των ΗΠΑ.
«Τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι το γενετικό υπόβαθρο μιας γυναίκας ευθύνεται περίπου για το ένα τρίτο του κινδύνου της να αναπτύξει καρκίνο των ωοθηκών. Αυτή είναι η κληρονομική συνιστώσα του κινδύνου για τη εν λόγω νόσο. Είμαστε λιγότερο βέβαιοι για τους περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου, όμως είμαστε σίγουροι για αρκετούς παράγοντες που μειώνουν τον κίνδυνο, όπως η χρήση αντισυλληπτικού χαπιού και η απόκτηση παιδιών» δήλωσε ο Π. Φάροου.
Τα κληρονομικά σφάλματα σε γονίδια όπως το BRCA1 και το BRCA2 αποτελούν περίπου το 40% του κληρονομικού κινδύνου. Αυτά τα σφάλματα είναι σπάνια στον πληθυσμό (υπάρχουν περίπου σε μία γυναίκα στις 300) αλλά αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο τόσο για καρκίνο των ωοθηκών όσο και του μαστού. Άλλες γονιδιακές μεταλλάξεις, που είναι συχνότερες στον πληθυσμό (υπάρχουν σε πάνω από μία γυναίκα στις 100) θεωρούνται ότι αποτελούν το υπόλοιπο 60% του κληρονομικού κινδύνου.
Οι ερευνητές επισήμαναν ότι οι γενετικοί παράγοντες κινδύνου δεν αφορούν μόνο γονίδια, αλλά και περιοχές του γονιδιώματος που δεν κωδικοποιούν πρωτεΐνες, αλλά ρυθμίζουν απλώς τη δραστηριότητα των γονιδίων. Επίσης, οι επιστήμονες τόνισαν ότι ακόμη και για γυναίκες που στο DNA τους διαθέτουν πολλαπλούς γενετικούς παράγοντες κινδύνου, ο κίνδυνος να εμφανίσουν καρκίνο των ωοθηκών κάποια στιγμή στη ζωή τους δεν ξεπερνά το 3%.
Στη δεύτερη μελέτη υπήρχε σημαντική ελληνική παρουσία από τους ερευνητές της Ελλάδας και της διασποράς Αντώνη Αντωνίου (Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ), Γεράσιμο Αραβαντινό (Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Αγίων Αναργύρων), Ειρήνη Ανδρουλή (Πανεπιστήμιο Τορόντο), Δρακούλη Γιαννουκάκο, Φλωρεντία Φωστήρα και Αθανάσιο Βράτιμο (Δημόκριτος), Γιώργο Φούντζηλα (Νοσοκομείο Παπαγεωργίου και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Αντώνη Καρνέζη (Πανεπιστήμιο Βρετανικής Κολομβίας Καναδά), Αντωνία Τριχοπούλου (Πανεπιστήμιο Αθηνών) και Αργύρη Ζιώγα (Πανεπιστήμιο Καλιφόρνια-Ιρβάιν).
(Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Πηγή