Ο συχνός έλεγχος στο σπίτι του επιπέδου του σακχάρου στο αίμα από τους ίδιους τους διαβητικούς με τη χρήση μετρητών που τρυπούν το δάχτυλο (finger-stick), δεν φαίνεται να βοηθά τους ασθενείς που δεν κάνουν χρήση ινσουλίνης, συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να αποτελεί καθημερινή ρουτίνα γι’ αυτούς.
Αυτό είναι το συμπέρασμα της πρώτης μεγάλης κλινικής δοκιμής-ορόσημο που έγινε στις ΗΠΑ και διαπίστωσε ότι τελικά η αυτομέτρηση του σακχάρου δεν προσθέτει κάτι χρήσιμο στη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2, αν ο ασθενής δεν παίρνει ινσουλίνη.
Όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Β. Καρολίνα, με επικεφαλής την καθηγήτρια Κατρίνα Ντόναχιου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «JAMA Internal Medicine» και ανάλογη ανακοίνωση σε διαβητολογικό συνέδριο στις ΗΠΑ, χώρισαν 450 ασθενείς σε τρεις ομάδες: η μία δεν έκανε καθόλου καθημερινή μέτρηση του σακχάρου με τη συσκευή, η δεύτερη έκανε καθημερινά την μέτρηση και η τρίτη έκανε το ίδιο με πρόσθετη ενθάρρυνση ή καθοδήγηση μέσω Ίντερνετ.
Η κλινική δοκιμή, που διήρκεσε επί ένα έτος, έδειξε ότι:
– Δεν υπήρχαν σημαντικές σημαντικές διαφορές στον έλεγχο της γλυκόζης (του σακχάρου) στο αίμα των ασθενών στις τρεις ομάδες, όπως έδειξαν οι μετρήσεις της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης.
– Δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στην ποιότητα ζωής σε σχέση με το διαβήτη.
– Δεν υπήρχαν αξιοσημείωτες διαφορές στην πιθανότητα υπογλυκαιμίας (πολύ χαμηλού σάκχαρου) ή εισαγωγής στο νοσοκομείο.
– Δεν υπήρχε διαφορά στον αριθμό των ασθενών οποιασδήποτε από τις τρεις ομάδες, οι οποίοι έπρεπε να αρχίσουν τη θεραπεία με ινσουλίνη για να ελέγξουν καλύτερα το σάκχαρό τους.
Εν ολίγοις, εφόσον κανείς δεν έχει φθάσει στο σημείο να κάνει χρήση ινσουλίνης, είτε κάνει καθημερινά χρήση του μετρητή σακχάρου στο αίμα του, είτε όχι, δεν έχει καμία ουσιαστική διαφορά.
Αντίθετα, για όσους παίρνουν ινσουλίνη, ο έλεγχος με τον μετρητή στο σπίτι βοηθά στη θεραπεία τους. Όμως, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, η πλειονότητα των διαβητικών τύπου 2 δεν θεραπεύονται με έξτρα ινσουλίνη, παρόλα αυτά οι περισσότεροι γιατροί τους συστήνουν την καθημερινή μέτρηση του σακχάρου τους.
«Τα ευρήματά μας έχουν τη δυνατότητα να μεταμορφώσουν την τρέχουσα κλινική πρακτική για τους ασθενείς», δήλωσε η Ντόναχιου. «Φυσικά οι ασθενείς και οι γιατροί πρέπει να λάβουν υπόψη τους κάθε μοναδική περίπτωση, όταν αποφασίζουν κατά πόσο χρειάζεται η μέτρηση της γλυκόζης στο σπίτι. Όμως τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι η αυτομέτρηση έχει περιορισμένη χρησιμότητα για τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που δεν παίρνουν ινσουλίνη. Για τους περισσότερους το κόστος είναι μεγαλύτερο από το όφελος», πρόσθεσε.
Οι περισσότεροι διαβητικοί τύπου 2 ελέγχουν το σάκχαρό τους με την κατάλληλη διατροφή, με άσκηση και με φάρμακα όπως η μετφορμίνη. Περίπου τρεις στους τέσσερις κάνουν μόνοι τους καθημερινή μέτρηση του σακχάρου στο αίμα τους με την ειδική συσκευή.
Οι υπέρμαχοι αυτής της πρακτικής υποστηρίζουν ότι ο καθημερινός έλεγχος βοηθά τους ασθενείς να πάρουν σοβαρά το ζήτημα και να βελτιώσουν τον τρόπο ζωής τους (διατροφή, άσκηση κ.α.). Όμως, από την άλλη, η συνήθεια αυτή έχει οικονομικό κόστος, αλλά και ψυχικό, καθώς αυξάνει το άγχος και την κατάθλιψη σε μερικούς ασθενείς.
Επιπλέον, οι συγκεκριμένες συσκευές, μολονότι δίνουν αξιόπιστα αποτελέσματα σε μικρό χρονικό διάστημα, έχουν το μειονέκτημα ότι αποτελούν μια επώδυνη διαδικασία για ορισμένους ανθρώπους λόγω τόσο της χρήσης βελόνας, όσο και των πολλών νευρικών απολήξεων στις άκρες των δαχτύλων.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: http://jamanetwork.com/journals/jamainternalmedicine/fullarticle/2630691
localStorage.clear();
Πηγή