Κυριακή , 22 Δεκέμβριος 2024

Γκαετάνο Σιρέα, ένα διαμάντι που λάμπει στην αιωνιότητα

Σε μια σκηνή από τον «Μονομάχο» ο Ράσελ Κρόου σαν Maximus Decimius Meridius λέει μια ατάκα που αν την σκεφτείς καλά, μπορεί -όσο αστείο κι αν ακούγεται- να είναι και μια λύση, ή τουλάχιστον να ήταν αν είχαμε ευσυνειδησία ή αυτοσεβασμό, για να γίνει καλύτερος αυτός ο κόσμος: «Ο,τι κάνουμε σε αυτή τη ζωή, αντηχεί στην αιωνιότητα». Πόσο μάλλον όταν περνάς νωρίς, πολύ νωρίς, σε αυτή την αιωνιότητα. Ο Γκαετάνο Σιρέα, όπως φαίνεται, έπρεπε να το κάνει αυτό το ταξίδι μόλις στα 36 του χρόνια, αλλά ακόμη κι αυτά αποδείχθηκαν υπεραρκετά για να αφήσει το σημάδι του, τις αξίες του, την ανάμνηση του για πάντα. Κι ας μην υπήρξε ποτέ «Μονομάχος»…

Οι παραπάνω έξι λέξεις γράφτηκαν για να αναφερθεί, επειδή πρέπει, ότι σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του ο Σιρέα δεν αποβλήθηκε ούτε μία φορά. Οταν ακούς για πρώτη φορά το όνομα του, αυτό είναι και το πρώτο «επιχείρημα» που ακούς, αλλά από εκεί και πέρα, μαθαίνοντας ποιος ήταν, συνειδητοποιείς ότι μάλλον δεν έχει και μεγάλη βαρύτητα το να σου λένε ή να λες πως δεν έφαγε ποτέ κόκκινη κάρτα, γιατί αυτό τελικά ήταν και το φυσιολογικό. Είτε λόγω κλάσης, είτε λόγω χαρακτήρα. Οσοι τον είδαν να παίζει, έχουν να λένε για το αριστοκρατικό στυλ του, την άνεση του, την ικανότητα του να βρίσκεται παντού στο γήπεδο, την ευκολία με την οποία τελείωνε τη φάση πριν καν το καταλάβει ο επιθετικός.

Οσοι τον έζησαν, έχουν να λένε για το πόσο σιωπηλός ήταν. Στα αποδυτήρια, όπου κατάφερε από πιτσιρικάς να κερδίσει τον σεβασμό όλων κάνοντας και όχι μιλώντας, στο γήπεδο, όπου σπάνια έβαζε τις φωνές και ποτέ δεν τσακώθηκε, στα γύρω-γύρω, όπου απέφευγε πάντα να μιλήσει στους δημοσιογράφους ή αν το έκανε έλεγε μόνο τα απαραίτητα και απέφευγε οποιαδήποτε πολεμική. Ο Σιρέα περιγράφεται από όλους, συμπαίκτες ή αντιπάλους, ως κάτι… εξωφρενικό. Κάτι αόριστο, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν όντως ήταν τόσο καλός, τόσο ευγενής, τόσο ανώτερος ή παράξενος. Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί ένας τύπος που έσκυψε το κεφάλι από ντροπή και απομακρύνθηκε γρήγορα, ένα ξημέρωμα έχοντας σταματήσει σε ένα περίπτερο για να αγοράσει εφημερίδα μετά το πάρτι της κατάκτησης του πρωταθλήματος, όταν συνειδητοποίησε ότι δίπλα του υπήρχαν εργάτες που ετοιμάζονταν να πάνε στη FIAT;

Κι ας μην είχε, σύμφωνα με όσα διαβάζουμε και ακούμε από όλους όλα αυτά τα χρόνια, κάτι για να ντραπεί. Παρένθεση: Το «από όλους» είναι κυριολεκτικό. Ο «Γκάι» πρέπει να είναι η μοναδική περίπτωση ποδοσφαιριστή της Γιουβέντους, ο οποίος ποτέ δεν κατηγορήθηκε, δε λοιδωρήθηκε, δε χλευάστηκε, δεν έπεσε ποτέ θύμα ειρωνείας ή οτιδήποτε αρνητικού. Ποτέ από κανέναν. Ισως γιατί είναι σε αυτή την κατηγορία ποδοσφαιριστών που τελικά, πάνω από όλα, δεν ανήκουν στο κλαμπ τους, στην ομάδα τους, αλλά στο Calcio. Ο Σιρέα -παρεμπιπτόντως, ένα από τα βίτσια του Παλλαντζά είναι να βλέπει πόσο ιταλικά είναι τα ονόματα των παικτών και το Γκαετάνο Σιρέα μάλλον του ακούγεται πιο όμορφο απ’ όλα- είναι αυτός που κατέκτησε όλους τους τίτλους, εντός και εκτός Ιταλίας, με τη Γιουβέντους, αυτός που κατέκτησε το Μουντιάλ με την Σκουάντρα Ατζούρα το 1982, είναι αυτός ο αμυντικός για τον οποίο ο Τζουζέπε Φουρίνο είπε ότι «μπορούσες πάντα να βρεις τον Σιρέα. Όπου κι αν ήσουν, δεν ήταν πολύ μακριά και ήταν μια σημαντική φιγούρα. Μπορούσες πάντα να του δώσεις μπάλα. Μπορούσες πάντα να τον βρεις, ήταν κοντά σου».

Και εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά σε όλους, γιατί ο λόγος που παρουσιάζει ενδιαφέρον η περίπτωση Σιρέα, είναι επειδή ποτέ κανείς δεν έχει βρεθεί να του προσάψει το παραμικρό, εντός ή εκτός γηπέδου. Λες και είχαν δίκιο όταν στα εγκαίνια του Juventus Stadium τον τίμησαν με τη μορφή ενός αγγέλου που κατέβηκε στη γη για να ακουμπήσει το χόρτο και να ξαναφύγει.

Ή λες και για κάποιες μορφές τελικά, θα ακουστεί μακάβριο ή απάνθρωπο αλλά με την βεβαιότητα ότι επικοινωνούμε θα γραφτεί όσο πιο χύμα γίνεται, ίσως ο γρήγορος θάνατος να είναι αυτό που τους Πρέπει. Γιατί με την παρουσία τους εξασφαλίστηκε ότι θα αντηχούν στην αιωνιότητα…

Πηγή: gazzetta.gr

localStorage.clear();


Πηγή