Ήταν Αύγουστος του 1955 όταν ένα 14χρονο αγόρι ταξίδεψε από το σπίτι του στο Σικάγο για να επισκεφτεί τους συγγενείς του στο Μισισίπι. Οκτώ ημέρες αργότερα θα εντοπιζόταν άγρια δολοφονημένος από τα χέρια δύο αντρών επειδή… σφύριξε σε μια γυναίκα. Η βίαιη απαγωγή και δολοφονία του Έμετ Τιλ ήταν ένα από τα χιλιάδες λιντσαρίσματα με ρατσιστικό κίνητρο στον αμερικανικό Νότο της εποχής. Ήταν όμως και μια υπόθεση που έδωσε ώθηση στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ.
Ο 14χρονος επισκεπτόταν τους συγγενείς του όταν κατηγορήθηκε πως φλέρταρε και σφύριξε στην Καρολίν Μπράιαντ, μια λευκή γυναίκα που εργαζόταν ως ταμίας σε ένα μανάβικο. Τέσσερις ημέρες αργότερα, ο σύζυγος της Μπράιαντ, Ρόι, και ο ετεροθαλής αδερφή του, απήγαγαν τον Τιλ, τον ξυλοκόπησαν και τους φύτεψαν μια σφαίρα στο κεφάλι. Οδηγήθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης, οι λευκοί ένορκοι όμως τους αθώωσαν.
Η δολοφονία του αγοριού και η κηδεία με το ανοιχτό φέρετρο θεωρείται πως έδωσαν μια σημαντική ώθηση στο αναδυόμενο την περίοδο εκείνη κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων. Περισσότερες από έξι δεκαετίες αργότερα, τον Ιανουάριο του 2019, ο συγγραφέας του βιβλίου «Το αίμα του Έμετ Τιλ», Τίμοθι Τάισον, και ένας ερευνητής του πανεπιστημίου Duke, αποκάλυψαν πως σε μια συνέντευξη που είχε δώσει το 2007 η Κάρολιν, παραδέχτηκε ότι είχε πει ψέματα ότι ο Τιλ της την είχε φλερτάρει.
Ο Έμετ Λούις Τιλ γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1941 στο Σικάγο και ήταν ο μοναχογιός του Λούις και της Μάμι Τιλ. Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του, στρατιώτη στον αμερικανικό στρατό στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι γονείς του χώρισαν το 1942 και τρία χρόνια αργότερα η οικογένεια ενημερώθηκε ότι ο στρατιώτης είχε εκτελεστεί λόγω της συμπεριφοράς του ενώ υπηρετούσε στην Ιταλία.
Η μητέρα του Έμετ ήταν μια εξαιρετική γυναίκα. Αγνοώντας του κοινωνικούς περιορισμούς και τις διακρίσεις που υφίστατο μια μαύρη γυναίκα στις ΗΠΑ της εποχής, διέπρεψε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά. Ήταν η τέταρτη μαύρη που αποφοίτησε από το λύκειο Argo Community και η πρώτη που αποφοίτησε με άριστα. Μεγαλώνοντας τον Έμετ μόνη της, δούλευε πολλές ώρες στην Αεροπορία ως υπάλληλος με ευθύνη τους απόρρητους φακέλους.
Ο Έμετ, που είχε το παρατσούκλι «Μπόμπο», μεγάλωσε σε μια γειτονιά όπου κατοικούσαν αποκλειστικά μαύροι, η οποία άνθιζε οικονομικά την εποχή εκείνη. Όσοι τον γνώριζαν, τον περιέγραφαν ως έναν υπεύθυνο, αστείο και έξυπνο νεαρό. Δεδομένου ότι η μητέρα του εργαζόταν 12 ώρες τη μέρα, ο Έμετ είχε αναλάβει τις δουλειές του σπιτιού από πολύ μικρή ηλικία. Πήγαινε σχολείο, λάτρευε να κάνει τους άλλους να γελούν, είχε πολλούς φίλους.
Τον Αύγουστο του 1955, ο θείος του Τιλ Μόσις Ράιτ, επισκέφτηκε την οικογένεια στο Σικάγο από το Μισισίπι όπου έμενε. Φεύγοντας, σκόπευε να πάει μαζί του τον ξάδερφο του Έμετ για να επισκεφτεί συγγενείς, και ο 14χρονος παρακάλεσε τη μητέρα του να πάει μαζί τους. Εκείνη αρχικά αρνήθηκε, όμως υπέκυψε τελικά στα παρακαλετά του μικρού και τον άφησε να πάει.
Στις 19 Αυγούστου του 1955, μια μέρα προτού ο Έμετ ξεκινήσει για το ταξίδι με τον θείο και τον ξάδερφό του για το Μισισίπι, η Μάμι Τιλ έδωσε στον γιο της το δαχτυλίδι του πατέρα του, που είχε σκαλισμένα τα αρχικά «Λ.Τ.». Την επομένη, τον αποχαιρέτισε στον σταθμό του τρένου. Ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε ζωντανό.
Τρεις ημέρες αφότου έφτασαν στο Μισισίπι, στις 24 Αυγούστου 1955, ο Έμετ και μια ομάδα εφήβων μπήκαν στο μανάβικο των Μπράιαντ για να αγοράσουν αναψυκτικά έπειτα από μια ολόκληρη ημέρα που μάζευαν βαμβάκι κάτω από τον καυτό ήλιο.
Τι ακριβώς συνέβη σε εκείνο το μανάβικο εκείνο το απόγευμα παραμένει ένα μυστήριο. Ο Τιλ αγόρασε τσίχλες και αργότερα κατηγορήθηκε ότι είτε σφύριξε είτε φλέρταρε είτε ακούμπησε το χέρι της λευκής γυναίκας που εργαζόταν εκείνη την ώρα, της συζύγου του ιδιοκτήτη, Κάρολιν Μπράιαντ.
Τα ξημερώματα της 28 Αυγούστου, ο Ρόι Μπράιαντ και ο ετεροθαλής αδερφός του απήγαγαν τον Τιλ από το σπίτι του θείου του. Στη συνέχεια τον ξυλοκόπησαν άγρια, τον έσυραν μέχρι την όχθη του ποταμού, τον πυροβόλησαν στο κεφάλι, τον έδεσαν με σύρμα και έριξαν το σώμα του στο νερό. Ο θείος του Έμετ δήλωσε την εξαφάνισή του στις αρχές και τρεις ημέρες αργότερα η σορός του ανασύρθηκε από το νερό. Το πρόσωπό του ήταν διαλυμένο, δεν μπορούσες να τον αναγνωρίσεις και ο θείος του κατάφερε να καταλάβει ότι επρόκειτο για τον ανιψιό του από το δαχτυλίδι με τα αρχικά του πατέρα του.
«Ποτέ δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι ο Μπόμπο θα σκοτωνόταν επειδή σφύριξε σε μια λευκή γυναίκα», θα δήλωνε αργότερα ο ξάδερφός του.
Η σορός του νεαρού μεταφέρθηκε στο Σικάγο, όπου η μητέρα του ζήτησε το φέρετρο να παραμείνει ανοιχτό για πέντε ημέρες. Χιλιάδες άνθρωποι επισκέφτηκαν την εκκλησία για να δουν από κοντά τα αποτελέσματα του βίαιου αυτού εγκλήματος. Παρά τον φριχτό της πόνο, η μητέρα δήλωσε ότι το ανοιχτό φέρετρο ήταν μια προσπάθεια «να δει ο κόσμος τι είχε συμβεί, γιατί δεν υπάρχει τρόπος να το περιγράψω αυτό».
Όταν έφτασε η ώρα της δίκη, στις 19 Σεπτεμβρίου 1955, η δολοφονία του Έμετ Τιλ είχε ήδη ξεσηκώσει οργή και αγανάκτηση σε όλη τη χώρα. Δεδομένου ότι μαύροι και γυναίκες δεν μπορούσαν να τοποθετηθούν ως ένορκοι, η τύχη των δύο κατηγορούμενων κρίθηκε αποκλειστικά από λευκούς άντρες. Σε μια κίνηση εξαιρετικής γεναιότητας, ο θείος του Έμετ κατέθεσε και έδειξε ενώπιον του δικαστηρίου τους απαγωγείς και δολοφόνους. Κι αυτό σε μια εποχή που ήταν αδιανόητο για έναν μαύρο να κατηγορεί ανοιχτά λευκούς στο δικαστήριο. Μια κίνηση που έθεσε την ίδια του τη ζωή σε κίνδυνο.
Παρά τις αποδείξεις ενοχής των κατηγορούμενων και τις εκκλήσεις για απόδοση δικαιοσύνης, οι ένορκοι αθώωσαν τους δύο άντρες. Οι διαβουλεύσεις τους διήρκεσαν μόλις 67 λεπτά.
Μόλις λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1956, και προστατευμένοι από τον νόμο, ομολόγησαν ότι είχαν διαπράξει το έγκλημα στο περιοδικό Look για να λάβουν το ποσό των 4.000 δολαρίων.
Η υπόθεση Έμετ Τιλ θεωρείται ότι αποτέλεσε μια κρίσιμη στιγμή για το κίνημα των πολιτικών ελευθεριών στις ΗΠΑ. Εκατό ημέρες μετά τη δολοφονία, η Ρόζα Παρκς θα αρνιόταν να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο. Εννέα χρόνια αργότερα, το Κογκρέσο θα περνούσε τον Νόμο περί πολιτικών δικαιωμάτων του 1964, ενώ την επόμενη χρονιά θα εγκρινόταν ο Νόμος περί δικαιωμάτων ψήφου.
Ο πόνος ποτέ δεν έφυγε, ωστόσο η μητέρα του Τιλ, που πέθανε από καρδιά το 2003, αναγνώριζε ότι η δολοφονία του γιου της άνοιξε τα μάτια πολλών Αμερικανών για το φυλετικό μίσος στη χώρα και βοήθησε να ξεκινήσει ένα μαζικό κίνημα διαμαρτυρίας για τη φυλετική ισότητα και δικαιοσύνη.
Περισσότερες από έξι δεκαετίες αργότερα, τον Ιανουάριο του 2017, ο συγγραφέας Τίμοθι Τάισον αποκάλυψε ότι σε μια συνέντευξη το 2007 η Κάρολιν Μπράιαντ Ντόνχαμ, η οποία είχε χωρίσει και είχε ξαναπαντρευτεί, παραδέχτηκε ότι είχε πει ψέματα για τον μικρό Έμετ. «Εκείνο το κομμάτι δεν είναι αλήθεια. Τίποτα από όσα έκανε το αγόρι δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτό που συνέβη», φέρεται να δήλωσε, ενώ εξέφρασε τη λύπη της για τη μητέρα του.
Το καλοκαίρι του 2018 έγινε γνωστό ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης είχε ανοίξει και πάλι την υπόθεση, ερευνώντας τον θάνατο του Έμετ Τιλ μετά την «ανακάλυψη νέων πληροφοριών».
Πηγή