Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας μπορεί να διευρύνει την οπτική μας για τον κόσμο, υποστηρίζει μια νέα βρετανική μελέτη.
Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ, με επικεφαλής τον Ψυχογλωσσολόγο Πάνο Αθανασόπουλο, διαπίστωσε ότι τα δίγλωσσα άτομα έχουν περισσότερη ευελιξία σκέψης και αξιοποιούν καλύτερα τα θετικά στοιχεία κάθε κουλτούρας.
Η Επιστήμη εξετάζει ήδη από τη δεκαετία του ’40 τον τρόπο που η μητρική γλώσσα επηρεάζει τον τρόπο σκέψης του ατόμου. Τις τελευταίες δεκαετίες διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι, ανάλογα με την μητρική γλώσσα ενός ανθρώπου, αυτός τείνει να εστιάζει και να προσέχει διαφορετικά πράγματα γύρω του. Για παράδειγμα, οι ρωσόφωνοι ξεχωρίζουν πιο γρήγορα τις αποχρώσεις του μπλε από τους αγγλόφωνους.
Βέβαια, οι σκεπτικιστές έχουν αντιτείνει ότι οι όποιες διαφορές δεν αφορούν την επίδραση της ίδιας της γλώσσας, αλλά αντανακλούν ευρύτερες πολιτισμικές διαφορές.
Στην παρούσα βρετανική μελέτη, που εστίασε σε άτομα που μιλούσαν αγγλικά και γερμανικά αποδεικνύεται ότι η γλώσσα όντως επηρεάζει τον τρόπο σκέψης. Σύμφωνα με τον Δρ Αθανασόπουλο, στο ερώτημα «αν μπορούν δύο μυαλά να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο;» η απάντηση είναι κατά κάποιο τρόπο θετική, εφόσον αυτός ο άνθρωπος μιλάει δύο γλώσσες καλά.
Ο ερευνητής κάνοντας πειράματα με την ομάδα των δίγλωσσων εθελοντών, παρατήρησε ότι οι γλωσσικές διαφορές επηρεάζουν τον τρόπο που οι άνθρωποι βλέπουν τα πράγματα γύρω τους. Για παράδειγμα, αν ένας γερμανόφωνος δει ένα βίντεο με κάποιον να περπατά, είναι πολύ πιθανότερο, από ό,τι ένας αγγλόφωνος, να εκτιμήσει ότι αυτός ο άνθρωπος έχει ένα συγκεκριμένο στόχο και κατευθύνεται προς αυτόν. Γενικότερα, οι γερμανόφωνοι εστιάζουν περισσότερο στην πιθανή έκβαση (αποτέλεσμα – στόχο) μιας πράξης ή δραστηριότητας, ενώ οι αγγλόφωνοι στην ίδια την πράξη.
Όταν κάποιος είναι δίγλωσσος (ή πολύγλωσσος), τότε αλλάζει οπτική γωνία για τα πράγματα ανάλογα με τη γλώσσα που κάθε φορά χρησιμοποιεί και η οποία είναι πιο ενεργή στο μυαλό του. Τα πειράματα έδειξαν ότι ένας δίγλωσσος είναι σε θέση να αλλάζει τον τρόπο θέασης των πραγμάτων γύρω του τόσο γρήγορα, όσο αλλάζει γλώσσα ομιλίας.
Σύμφωνα με τον Δρ Αθανασόπουλο, η δεύτερη γλώσσα μπορεί να παίξει υποσυνείδητα σημαντικό ρόλο στη δημιουργία διαφορετικών πλαισίων αντίληψης για τον κόσμο. «Μιλώντας και μια άλλη γλώσσα πέραν της μητρικής, έχει κανείς μια εναλλακτική θέαση του κόσμου. Μπορείς να ακούσεις μουσική από ένα ηχείο ή να την ακούσεις στέρεο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη γλώσσα», εξηγεί.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Psychological Science.
Πηγή: onmed.gr