Οι άνθρωποι με διαβήτη τύπου 2 που πίνουν τόσο πολύ πράσινο τσάι όσο και καφέ κάθε μέρα, έχουν μικρότερο κίνδυνο να πεθάνουν από οποιαδήποτε αιτία, σύμφωνα με μια νέα ιαπωνική επιστημονική έρευνα.
Η κατανάλωση τουλάχιστον τεσσάρων φλιτζανιών πράσινου τσαγιού καθημερινά, συν δύο ή περισσότερων καφέδων, σχετίζεται με σημαντική μείωση κατά 63% του κινδύνου πρόωρου θανάτου μέσα στην επόμενη πενταετία.
Οι διαβητικοί είναι πιο επιρρεπείς σε καρδιαγγειακές νόσους, άνοια, καρκίνο, κατάγματα κ.α. Παρά την ύπαρξη αρκετών αποτελεσματικών φαρμάκων, ο τρόπος ζωής (σωματική άσκηση, σωστή διατροφή κ.α.) παραμένει σημαντικός παράγων θεραπείας για το διαβήτη τύπου 2.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Γιούτζι Κομορίτα του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κιούσου της Φουκουόκα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό περιοδικό για θέματα διαβήτη BMJ Open Diabetes Research & Care, μελέτησαν σχεδόν 5.000 διαβητικούς με μέση ηλικία 66 ετών, από τους οποίους 309 πέθαναν στη διάρκεια της πενταετούς έρευνας, οι περισσότεροι από καρκίνο (114) και καρδιαγγειακή νόσο (76).
Σε σύγκριση με όσους δεν έπιναν καθόλου τσάι ή καφέ, όσοι έπιναν το ένα από τα δύο ή -ακόμη καλύτερα- και τα δύο είχαν μικρότερες πιθανότητες θανάτου. Τον μικρότερο κίνδυνο είχαν όσοι έπιναν μεγάλες ποσότητες και από τα δύο ροφήματα.
Έτσι, ένα φλιτζάνι πράσινο τσάι τη μέρα σχετιζόταν με 15% μικρότερη πιθανότητα θανάτου, δύο έως τρία φλιτζάνια με 27% μικρότερο κίνδυνο, ενώ τέσσερα ή περισσότερα με μείωση κινδύνου κατά 40%. Ένα φλιτζάνι καφέ σχετιζόταν με μείωση κινδύνου κατά 19%, ενώ δύο ή περισσότερα με μείωση κατά 41%.
Ο κίνδυνος ήταν μικρότερος κατά 51% για όσους καθημερινά έπιναν δύο έως τρία φλιτζάνια πράσινο τσάι και παράλληλα τουλάχιστον δύο καφέδες, 58% για όσους έπιναν τουλάχιστον τέσσερα φλιτζάνια πράσινο τσάι και ένα καφέ, καθώς επίσης 63% (η μεγαλύτερη μείωση) για όσους έπιναν τουλάχιστον τέσσερα πράσινα τσάγια και τουλάχιστον δύο καφέδες τη μέρα.
Το πράσινο τσάι έχει αρκετές αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ουσίες, ενώ η καφεΐνη επιδρά θετικά στην παραγωγή ινσουλίνης και στην ευαισθησία του σώματος στην ινσουλίνη.
Πηγή