Τις τελευταίες δεκαετίες δημοσιεύονται ολοένα και περισσότερες μελέτες που καταδεικνύουν την ιδιαίτερη συμβολή και των δύο γονέων στην ανατροφή και την υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών. Η αρχή της συνεπιμέλειας, ή αλλιώς κοινής ανατροφής έχει εισαχθεί στο οικογενειακό δίκαιο των περισσότερων κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωση και άλλων χωρών.
Μια συγκριτική μελέτη των καθηγητών Bjarnason και Arnarsson σε 36 χώρες (μεταξύ των οποίων κι η Ελλάδα) της Ευρώπης, της Μεσογείου και της Βόρειας Αμερικής διαπίστωσε ότι το 0–4% των παιδιών διαζευγμένων γονέων περνά περίπου τον μισό χρόνο του σε δύο σπίτια. Τέτοιες διευθετήσεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτες σε πολλές χώρες της Νότιας κι Ανατολικής Ευρώπης, ενώ ήταν πιο συχνές από ότι τα νοικοκυριά μονογονέων πατέρων στο Βέλγιο, τη Δανία, την Ισλανδία και τη Σουηδία.
Το δείγμα σχεδόν 200.000 παιδιών σε 36 χώρες του Δυτικού Κόσμου επιτρέπει την εκτίμηση της επικράτησης της κοινής φυσικής επιμέλειας σε διαφορετικές χώρες και τη σύγκριση της επικράτησης της εξασθενημένης γονικής επικοινωνίας σε διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης. Η εξασθενημένη επικοινωνία με τη μητέρα και τον πατέρα ήταν, σημαντικά, λιγότερο πιθανή σε κοινή φυσική επιμέλεια από ότι σε άλλες μη ακέραιες οικογένειες. Η εξασθενημένη επικοινωνία με τη μητέρα ήταν εξίσου επικρατούσα σε ακέραιες οικογένειες και σε οικογένειες κοινής φυσικής επιμέλειας, ενώ η διαταραγμένη επικοινωνία με τον πατέρα ήταν στην πραγματικότητα λιγότερο διαδεδομένη στην κοινή φυσική επιμέλεια από ότι σε ακέραιες οικογένειες.
Τα παιδιά διαζευγμένων γονέων στις δυτικές κοινωνίες γενικά ζουν με τις μητέρες τους και επισκέπτονται τους πατεράδες τους, με τους οποίους δεν διαμένουν μόνιμα μαζί, σε μια τακτική ή μη τακτική βάση. Τέτοιες ρυθμίσεις είναι συνεπείς με τον παραδοσιακό διαχωρισμό ευθυνών μεταξύ των μητέρων ως φροντιστών και των πατεράδων ως παρόχων. Εντούτοις, καθώς οι πατεράδες έχουν σταδιακά εμπλακεί πιο ενεργά στην φροντίδα του παιδιού, έχουν γίνει, επίσης, όλο και περισσότερο απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους, όταν ο γάμος τους διαλύεται. Η συνεχώς αυξανόμενη ερευνητική βιβλιογραφία στις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις του διαζυγίου και της μονογονικοτητας στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού έχει επηρεάσει τη δημόσια αντίληψη και έχει ενθαρρύνει τους γονείς και τους πολιτικούς ιθύνοντες να αναζητήσουν εναλλακτικές πρακτικές στα παραδοσιακά μητρικά μονογονικά νοικοκυριά (Kelly, 2007).
Ένα μείζον συμπέρασμα της παρούσας μελέτης είναι ότι τα παιδιά που διαβιούν σε κοινή φυσική επιμέλεια έχουν ίδια ή λιγότερα προβλήματα επικοινωνίας με τους γονείς τους από ότι παιδιά σε ακέραιες οικογένειες και λιγότερα τέτοια προβλήματα από ότι παιδιά σε άλλους τύπους μη ακέραιων οικογενειών αποκλειστικής επιμέλειας. Τα παιδιά που διαβιούν σε κοινή φυσική επιμέλεια είναι εξίσου ικανά με τα παιδιά σε ακέραιες οικογένειες να μιλήσουν με τις μητέρες τους για σημαντικά θέματα και είναι σε καλύτερη θέση να μιλούν με τους πατέρες τους για τέτοια θέματα απ’ ότι εκείνα που διαβιούν σε ακέραιες οικογένειες.
Πρώτον, η κοινή φυσική επιμέλεια μπορεί να οδηγεί σε καλύτερη επικοινωνία με τους δύο βιολογικούς γονείς αμβλύνοντας παράγοντες άγχους σχετιζόμενους με το διαζύγιο, όπως η οικονομική δυσχέρεια και οι χρονικοί περιορισμοί που σχετίζονται με την αποκλειστική επιμέλεια. Το πραγματικό κόστος διαβίωσης ενός παιδιού είναι, πιθανώς, εξίσου μοιρασμένο ανάμεσα στους γονείς σε κοινή φυσική επιμέλεια απ’ ότι όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το παιδί πληρώνει διατροφή στον έναν γονέα (Bender, 1994). Ως αποτέλεσμα η οικονομική πίεση και η αντιλαμβανόμενη οικονομική αδικία είναι λιγότερο πιθανό να επηρεάσει τη σχέση ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς τους. Η κοινή φυσική επιμέλεια προσφέρει επίσης ευκαιρίες για διαμοιρασμό γονικών ευθυνών και την ύπαρξη τακτικών συζητήσεων με τον έτερο γονέα στις προκλήσεις ανατροφής ενός παιδιού (Pleck & Masciadrelli, 2004). Η τακτική επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς και μια κοινή στρατηγική ανατροφής μπορεί να συνεισφέρει επαρκώς στην ευκολότερη επικοινωνία ανάμεσα στο παιδί και τους δύο γονείς. Οι άγαμοι γονείς με κοινή φυσική επιμέλεια έχουν περισσότερες ευκαιρίες απ’ ότι οι γονείς με αποκλειστική επιμέλεια στο να είναι «ελεύθεροι» όπως επίσης και «ελεύθεροι γονείς». Τα κοινωνικά και ψυχικά ωφελήματα περισσότερων βαθμών ελευθερίας για τους άγαμους γονείς με κοινή φυσική επιμέλεια μπορεί να συνεισφέρουν επαρκώς σε καλύτερες σχέσεις με τα παιδιά τους.
Δεύτερον, αν και το παιδί περνά μόνο τον μισό του χρόνο στην οικία έκαστου γονέα, η ποσότητα και η ποιότητα του χρόνου που πραγματικά περνούν μαζί μπορεί να αυξηθεί στην κοινή φυσική επιμέλεια. Οι Arnarsson και Bjarnason (2008) βρήκαν ότι τα παιδιά περνούν σημαντικά περισσότερο χρόνο με τους πατέρες τους στη κοινή φυσική επιμέλεια απ’ ότι σε ακέραιες οικογένειες, περισσότερο από την αναπλήρωση του χρόνου που χάνεται όταν είναι μόνο με τη μητέρα. Η κοινή φυσική επιμέλεια μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη πατρική ενασχόληση στην ανατροφή, όπως επίσης και στον διαμοιρασμό εργασιών και ευθυνών ανάμεσα στους γονείς (Kline, Tschann, Johnston & Wallerstein, 1989). Οι πατέρες σε ρυθμίσεις κοινής φυσικής επιμέλειας μπορούν έτσι να είναι πιο σθεναρά εδραιωμένοι στον πατρικό τους ρόλο απ’ ότι οι πατέρες σε ακέραιες οικογένειες ή οι «μπαμπάδες του Σαβατοκύριακου» που ίσως υπάρχουν περισσότερο στον ρόλο του να διασκεδάζουν τα παιδιά τους. Η κοινή φυσική επιμέλεια κατ’ αυτόν τον τρόπο δύναται να διασφαλίσει ότι και οι δύο γονείς παραμένουν ένα σταθερό χαρακτηριστικό στις ζωές των παιδιών τους και ότι οι γραμμές επικοινωνίας παραμένουν ανοικτές.
Τρίτον, τα παιδιά δεν ξεχωρίζουν τυχαία στην κοινή φυσική επιμέλεια. Υπάρχουν ανησυχίες ότι η κοινή φυσική επιμέλεια ίσως εκθέτει τα παιδιά σε περισσότερη γονική σύγκρουση (Johnston, 1995; Twaite & Luchow, 1996) και ότι τέτοιες ρυθμίσεις ίσως αφ’ εαυτού να είναι μια πηγή τριβής ανάμεσα στους γονείς (Braver & Griffin, 2000; Pleck & Masciadrelli, 2004). Παρ’ όλα αυτά, στην μετά-ανάλυση μελετών στην κοινή φυσική επιμέλεια, ο Bauserman (2002) βρήκε κατά μέσο όρο λιγότερη σύγκρουση και καλύτερη συνεργασία ανάμεσα σε γονείς που επέλεγαν κοινή φυσική επιμέλεια απ’ ότι ανάμεσα σε γονείς που επέλεγαν κάποια μορφή αποκλειστικής επιμέλειας. Οι πατέρες που επιδιώκουν τη κοινή φυσική επιμέλεια είναι επίσης πιθανό να ενασχολούνται περισσότερο με τα παιδιά τους, απ’ ότι προ του διαζυγίου, και να έχουν λιγότερες δυσκολίες στο να επικοινωνήσουν μαζί τους. Αντίστροφα, οι μητέρες που συμφωνούν σε κοινή φυσική επιμέλεια είναι πιθανό να θεωρούν ότι οι πατέρες έχουν τη βούληση και είναι ικανοί να διατηρήσουν μια τέτοια ρύθμιση κατά έναν τρόπο που ωφελεί το παιδί.
Είναι πιθανό παράγοντες, όπως μικρότερη οικονομική δυσχέρεια και λιγότεροι χρονικοί περιορισμοί, τακτική επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς, υψηλότερη ποιότητα και περισσότερη ποσότητα χρόνου που τα παιδιά περνούν με τους πατέρες ειδικότερα και η κοινωνική επιλογή της κοινής φυσικής επιμέλειας, όλοι να συνεισφέρουν σε καλύτερη επικοινωνία ανάμεσα σε γονείς και στα παιδιά τους σε ανάλογες ρυθμίσεις διαβίωσης. Περαιτέρω μελέτες πρέπει να διαχωρίσουν αυτούς τους παράγοντες και να επιχειρήσουν να καθορίσουν οποιονδήποτε αιτιατό μηχανισμό σε ισχύ και να εξακριβώσουν σε ποιον βαθμό είναι πολιτισμικά αμετάβλητος. Ωστόσο, τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν σθεναρά ότι γονείς που είναι πρόθυμοι να μοιραστούν τη φυσική επιμέλεια δεν χρειάζεται ν’ ανησυχούν για έναν αρνητικό αντίκτυπο στις σχέσεις τους με τα παιδιά τους. Η προβληματική επικοινωνία με τη μητέρα δεν είναι περισσότερο πιθανή σε τέτοιες ρυθμίσεις διαβίωσης απ’ ότι σε ακέραιες οικογένειες και ελάχιστη συχνότητα προβληματικής επικοινωνίας με τον πατέρα εντοπίζεται στην κοινή φυσική επιμέλεια. Ταυτόχρονα αυτό μπορεί εν μέρει να αντανακλά πρότυπα επικοινωνίας προ του διαζύγιου, τα παιδιά σε κοινή φυσική επιμέλεια έχουν κατά μέσο όρο τουλάχιστον εξίσου καλή επικοινωνία με τους γονείς τους, όπως οι ομόλογοί τους σε ακέραιες οικογένειες.
Πηγή: Ενεργοί Μπαμπάδες
Διαβάστε όλη τη μεταφρασμένη συγκριτική μελέτη των καθηγητών Bjarnason και Arnarsson εδώ
Πηγή