Οι διατροφικές συνήθειες της μητέρας πριν και κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορούν να επηρεάσουν άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα την υγεία του παιδιού.
Η προδιάθεση για ορισμένες παθήσεις όπως καρδιοπάθειες, διαβήτης, παθήσεις των αγγείων ξεκινάει από τη διατροφή και τις συνήθειες διαβίωσης της μητέρας.
Η σωστή διατροφή βοηθάει τη μητέρα ώστε να έχει μία υγιή εγκυμοσύνη και έναν ευκολότερο τοκετό.
Η χορτοφαγική διατροφή είναι πλούσια σε λαχανικά και φρούτα που προσφέρουν σημαντικές ποσότητες αναγκαίων βιταμινών, μετάλλων και ιχνοστοιχείων. Εφόσον η μέλλουσα μητέρα καταναλώνει γαλακτοκομικά προϊόντα και αβγά παίρνει επίσης πρωτεΐνες, ασβέστιο, βιταμίνες Β2 και Β12 καθώς και ιώδιο. Οι γυναίκες, ωστόσο, που είναι ήδη έγκυες –ή που σκοπεύουν να μείνουν-, πρέπει να προσλαμβάνουν επαρκείς ποσότητες σιδήρου και βιταμίνη Β12 που περιέχονται κυρίως στο κρέας και τα ψάρια. Επίσης, πρέπει να φροντίζουν για επαρκή πρόσληψη βιταμίνης D. Οι ξηροί καρποί, τα όσπρια και τα δημητριακά ολικής άλεσης θα της εξασφαλίσουν επίσης πρωτεΐνες, αλλά και βιταμίνες του συμπλέγματος Β, καθώς και πολύτιμα λιπαρά οξέα, όπως τα ω-3 λιπαρά οξέα που περιέχονται στα καρύδια και το λιναρόσπορο, τα οποία είναι σημαντικά για την ίδια αλλά και για το αναπτυσσόμενο έμβρυο.
Πότε η χορτοφαγική διατροφή δεν είναι συμβατή με την εγκυμοσύνη
Η χορτοφαγική διατροφή μπορεί να είναι υγιεινή, θρεπτική και ασφαλής για το αναπτυσσόμενο νεογνό και τη μητέρα, μόνο εφόσον πληρούνται 2 βασικές προϋποθέσεις: αφενός να είναι καλά σχεδιασμένη ώστε να καλύπτει τις ανάγκες σε απαραίτητα θρεπτικά συστατικά (κυρίως πρωτεΐνη, σίδηρο, ασβέστιο, ω-3 λιπαρά, φυλλικό οξύ, βιταμίνες Β12 και D, ιώδιο κ.λπ.) και αφετέρου να αφορά σε γυναίκες που ξεκινούν την εγκυμοσύνη τους υγιείς και με “γεμάτες” αποθήκες σε σίδηρο, ασβέστιο και φυλλικό οξύ.
Αν όμως μια γυναίκα έχει σιδηροπενική αναιμία ή δεν ακολουθεί μια καλά σχεδιασμένη ή ισορροπημένη διατροφή κάποιους μήνες πριν μείνει έγκυος (κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να μην έχει επαρκή αποθέματα σε φυλλικό οξύ ή ασβέστιο) πρέπει να το συζητήσει με το γιατρό ή το διαιτολόγο ώστε μαζί να βρουν την πιο κατάλληλη –και κυρίως ασφαλή- λύση.
Πηγή: onmed.gr