Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες που βιώνουν χρόνιο στρες, αντιμετωπίζουν με την πάροδο του χρόνου σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο να πεθάνουν από καρκίνο, προειδοποιεί μια νέα μελέτη.
Το εύρημα προκύπτει από ανάλυση δεδομένων τριών και πλέον δεκαετιών αμερικανικής έρευνας για την υγεία και τη διατροφή.
Αφού έλαβαν υπόψιν διάφορους σημαντικούς παράγοντες -συμπεριλαμβανομένης της φυλής, του φύλου και του ιατρικού ιστορικού-, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το δια βίου στρες φαίνεται να προκαλεί αύξηση 14% του κινδύνου θανάτου από καρκίνο.
Γιατί συμβαίνει όμως αυτό;
Ο κύριος συγγραφέας Justin Moore εξηγεί ότι η σύνδεση οφείλεται στο λεγόμενο «αλλοστατικό φορτίο». Πρόκειται για μία βιολογική παράμετρο σωρευμένου στρες ή φθοράς του σώματος που ο Μουρ περιγράφει ως «στρεσογόνους παράγοντες της ζωής».
Ο Μουρ, επίκουρος καθηγητής στο πρόγραμμα πρόληψης του καρκίνου, ελέγχου και υγείας του πληθυσμού στο Ιατρικό Κολλέγιο της Τζόρτζια στο Πανεπιστήμιο Augusta και το Κέντρο Καρκίνου της Τζόρτζια στην Ατλάντα, σημείωσε ότι τα επίπεδα αλλοστατικού φορτίου μπορούν να μετρηθούν με αριθμούς. Για να γίνει αυτό, οι ειδικοί εξετάζουν αρκετούς βασικούς βιολογικούς δείκτες που συνδυαστικά δείχνουν πώς ακριβώς επηρεάζει το σώμα το στρες.
Τέτοιοι είναι ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), βασικός δείκτης παχυσαρκίας, η υπέρταση, τα υψηλά επίπεδα σακχάρου ή χοληστερόλης στο αίμα, καθώς και τα υψηλά επίπεδα λευκωματίνης, μιας πρωτεΐνης στο αίμα που παράγεται από το ήπαρ.
Τα υψηλά επίπεδα κρεατινίνης -αζωτούχο προϊόν του μεταβολισμού που παράγεται σε καθημερινή βάση και αποβάλλεται από τον ανθρώπινο οργανισμό από τη φυσιολογική μυϊκή φθορά-, αποτελούν επίσης δείκτη αλλοστατικού στρες, όπως και τα υψηλά επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης, σημάδι φλεγμονής σε όλο τον οργανισμό.
Για να δουν πώς αυτοί οι δείκτες και το αλλοστατικό φορτίο συνολικά, θα μπορούσαν να επηρεάσουν τους θανάτους από καρκίνο, ο Moore και οι συνεργάτες του εξέτασαν τα δεδομένα που συλλέχθηκαν μεταξύ 1988 και 2019.
Στις έρευνες συμμετείχαν πάνω από 41.000 ενήλικες. Περισσότεροι από επτά στους 10 ήταν λευκοί, το 13% ήταν μαύροι και το 9% ισπανόφωνοι.
Τα επίπεδα αλλοστατικού φορτίου όλων των συμμετεχόντων μετρήθηκαν με μία κλίμακα από το 0 έως το 9, ενώ οι βαθμολογίες από 3 και πάνω ορίστηκαν ως ενδεικτικές «υψηλού αλλοστατικού φορτίου».
Συνολικά, λίγο λιγότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες (σχεδόν 20.000) θεωρήθηκαν ότι είχαν υψηλό αλλοστατικό φορτίο. Αυτοί οι ερωτηθέντες ήταν πιο πιθανό να είναι μαύροι, μεγαλύτερης ηλικίας, λιγότερο μορφωμένοι και λιγότερο εύποροι σε σύγκριση με την ομάδα χαμηλού αλλοστατικού φορτίου.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές μέτρησαν τη σχέση μεταξύ του υψηλού αλλοστατικού φορτίου και του κινδύνου θανάτου από καρκίνο.
Για παράδειγμα, μετά την εξάλειψη της ηλικίας ως παράγοντα κινδύνου, ένα υψηλό αλλοστατικό φορτίο συνδέθηκε με 28% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου λόγω καρκίνου.
Εξετάζοντας αποκλειστικά τους μαύρους και τους ισπανόφωνους, η σύνδεση ήταν πιο αδύναμη, αλλά οι ερευνητές είπαν ότι ο σχετικά χαμηλός αριθμός μη λευκών ερωτηθέντων μπορεί να επηρέασε αυτό το μέρος της ανάλυσης.
Όταν αφαιρέθηκαν από την εξίσωση το φύλο, η φυλή, η ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο, ο υψηλότερος κίνδυνος θανάτου από καρκίνο έφτανε το 21%.
Αφού έλαβαν υπόψιν το ιστορικό καπνίσματος των ασθενών, προηγούμενη καρδιακή προσβολή ή προηγούμενο ιστορικό καρκίνου ή συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας η αύξηση κινδύνου έφτασε στο 14%.
Χωρίς να ληφθούν υπόψιν πιθανοί συγχυτικοί παράγοντες (όπως ηλικία, φυλή, φύλο, εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο), όσοι είχαν υψηλό αλλοστατικό φορτίο είχαν 2,4 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρκίνο συγκριτικά με εκείνους με χαμηλό αλλοστατικό φορτίο, ανέφεραν οι ερευνητές.
«Το σωρευτικό στρες σχετίζεται με τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο» σε γενικές γραμμές, είπε ο Μουρ.
Χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να αποσαφηνιστούν οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τον καρκίνο και να διερευνηθεί ο ρόλος του στρες στην έκβαση της ασθένειας.
Προηγούμενες έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το στρες μπορεί να καταστήσει το ανοσοποιητικό σύστημα λιγότερο ικανό να εντοπίσει και να καταπολεμήσει τον καρκίνο καθώς αναπτύσσεται.
Γενικά, ο αντίκτυπος του στρες δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως κατανοητός.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Population Health.
Πηγή