Θα περίμενε κανείς μια γυναίκα να νιώθει ευφορία μετά το σεξ, όμως οι ειδικοί επισημαίνουν ότι όλο και περισσότερες γυναίκες εκδηλώνουν συμπτώματα ενός συνδρόμου που ονομάζεται μετασυνουσιακή δυσφορία (post-coital dysphoria – PCD).
Μια νέα μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Sexual Medicine εξετάζει πόσο συχνό είναι το φαινόμενο της μετασυνουσιακής δυσφορίας μεταξύ των γυναικών.
«Τα ευρήματά μας βασίστηκαν σε παλαιότερες έρευνές μας σχετικά με τη σεξουαλική λειτουργία των γυναικών», δηλώνει ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Δρ Ρόμπερτ Σβάιτσερ. «Τα αποτελέσματα της αρχικής μας έρευνας επιβεβαιώνονται τώρα στο πλαίσιο διεθνούς μελέτης που αφορά στα αρνητικά συναισθήματα που προκύπτουν μετά τη σεξουαλική επαφή, συναισθήματα που φαίνεται να εξυπηρετούν εξελικτικούς σκοπούς.»
Ο Σβάιτσερ και οι συνάδελφοί του ζήτησαν από 230 γυναίκες φοιτήτριες να συμπληρώσουν ένα online ερωτηματολόγιο. Συγκεκριμένα, οι συμμετέχουσες έπρεπε να αναφέρουν εάν έχουν εκδηλώσει ποτέ συμπτώματα μετασυνουσιακής δυσφορίας, όπως άγχος, νευρικότητα, επιθετικότητα, τάση για κλάμα, μελαγχολία ή καταθλιπτική διάθεση αμέσως μετά τη σεξουαλική επαφή.
Οι απαντήσεις των γυναικών υπέδειξαν ότι περίπου οι μισές (ποσοστό 46%) είχαν εκδηλώσει συμπτώματα μετασυνουσιακής δυσφορίας τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Ποσοστό 5,1% των γυναικών είχαν εκδηλώσει τα παραπάνω συμπτώματα αρκετές φορές κατά τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ερευνητές δεν εντόπισαν κάποια συσχέτιση ανάμεσα στα δυσάρεστα συμπτώματα και τα επίπεδα οικειότητας στη σχέση.
Οι ερευνητές από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Κουίνσλαντ στην Αυστραλία είχαν πραγματοποιήσει παρόμοια μελέτη το 2012. Τότε είχε διαπιστωθεί ότι ποσοστό 32,9% των γυναικών είχαν εκδηλώσει τουλάχιστον μία φορά συμπτώματα μετασυνουσιακής δυσφορίας, ενώ ποσοστό 10% των γυναικών εκδήλωναν συστηματικά καταθλιπτικά συμπτώματα μετά τη σεξουαλική επαφή.
Η πρώτη μελέτη ανέφερε πως η μετασυνουσιακή δυσφορία οφείλεται πιθανώς σε ορμονικές μεταβολές που παρατηρούνται μετά τον οργασμό, ωστόσο ο Σβάιτσερ επισημαίνει ότι θα χρειαστούν περισσότερες μελέτες ώστε να κατανοηθεί πλήρως το φαινόμενο και κατ’ επέκταση να προταθούν αποτελεσματικές θεραπευτικές λύσεις.
Πηγή: onmed.gr