Τα επίπεδα της HDL ή «καλής» χοληστερόλης στο αίμα, μπορεί τελικά να μην προκαλούν διαφορά σε ό,τι αφορά στην υγεία της καρδιάς, σύμφωνα με νέα μεγάλη μελέτη.
Η μελέτη συμπεριέλαβε σχεδόν 24.000 ενήλικες στις ΗΠΑ και διαπίστωσε ότι τα χαμηλά επίπεδα HDL συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο εμφράγματος στους λευκούς. Δεν βρέθηκε ανάλογος κίνδυνος για τους αφροαμερικανούς.
Εν τω μεταξύ, τα υψηλά επίπεδα HDL, τα οποία θεωρούνται υγιή για την καρδιά, δεν έκαναν κάποια διαφορά στον καρδιακό κίνδυνο τόσο για τους λευκούς όσο και για τους αφροαμερικανούς.
Οι ειδικοί είπαν ότι τα ευρήματά τους απαιτούν επανεκτίμηση του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιείται η HDL για την πρόβλεψη του κινδύνου εμφάνισης καρδιακών παθήσεων στους ανθρώπους.
Γενικότερα, είπαν, οι ερευνητές πρέπει να καταλάβουν εάν διάφοροι «παραδοσιακοί» παράγοντες κινδύνου καρδιακής νόσου, έχουν την ίδια επίδραση σε όλους τους ανθρώπους.
«Πρέπει να διευρύνουμε την κατανόησή μας για τους παράγοντες κινδύνου για όλες τις φυλετικές και εθνοτικές ομάδες», δήλωσε η ανώτερη ερευνήτρια Nathalie Pamir, αναπληρώτρια καθηγήτρια ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Υγείας & Επιστήμης του Όρεγκον στο Πόρτλαντ.
«Αυτή η κατανόηση μετατρέπεται σε κατευθυντήριες γραμμές θεραπείας. Και οι οδηγίες μας πρέπει να λειτουργούν για όλους», πρόσθεσε.
Η HDL ή λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας, απέκτησε τη φήμη της «καλής» χοληστερόλης με τη μελέτη Framingham Heart Study στη δεκαετία του 1970, όπου βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ υψηλότερων επιπέδων HDL και χαμηλότερου κινδύνου εμφράγματος.
Η μελέτη Framingham είναι ένα σημαντικό, εν εξελίξει μέχρι σήμερα ερευνητικό πρόγραμμα. Πριν από δεκαετίες, εντόπισε πολλούς από τους παράγοντες που θεωρούνται πλέον βασικοί για το αν οι άνθρωποι θα εμφανίσουν καρδιακά προβλήματα ή θα υποστούν εγκεφαλικό: υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλά επίπεδα «κακής» LDL χοληστερόλης, κάπνισμα και παχυσαρκία αυξάνουν αυτούς τους κινδύνους, ενώ η άσκηση και η υψηλότερη HDL μειώνουν τις πιθανότητες.
Σήμερα, η HDL θεωρείται πολύ χαμηλή εάν είναι κάτω από 40 mg/dL για τους άνδρες ή 50 mg/dL για τις γυναίκες. Οι τιμές μεταξύ αυτών των αριθμών και των 59 mg/dL θεωρούνται φυσιολογικές, αλλά οι άνθρωποι ενθαρρύνονται να φτάσουν στην ιδανική τιμή 60 ή παραπάνω.
Το πρόβλημα είναι ότι οι συμμετέχοντες στη Framingham ήταν όλοι λευκοί. Πρόσφατες μελέτες με μεγαλύτερη φυλετική ποικιλομορφία αμφισβήτησαν το εάν η χαμηλή HDL είναι «κακή» για την καρδιά όλων.
Τα νέα ευρήματα, λέει η Pamir, δείχνουν ότι για τους μαύρους Αμερικανούς, δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Στη νέα μελέτη συμμετείχαν 23.901 ενήλικες των ΗΠΑ, ηλικίας 45 ετών και άνω, οι οποίοι δεν είχαν στεφανιαία νόσο, δηλαδή παθήσεις που προκαλούνται από συσσώρευση αθηρωματικής πλάκας που φράζει τις αρτηρίες.
Περίπου το 42% των συμμετεχόντων ήταν μαύροι και το 58% λευκοί.
Πάνω από 1.600 άνθρωποι υπέστησαν έμφραγμα ή πέθαναν από στεφανιαία νόσο εντός μιας δεκαετίας. Αποδείχθηκε ότι η χαμηλή HDL προέβλεπε έναν μέτρια υψηλότερο κίνδυνο καρδιακών προβλημάτων, αλλά μόνο στους λευκούς: Όσοι είχαν χαμηλά επίπεδα, είχαν 22% υψηλότερο κίνδυνο από τους λευκούς συμμετέχοντες με φυσιολογική HDL.
Στους μαύρους ενήλικες, η χαμηλή HDL δεν είχε καμία σχέση με τον κίνδυνο καρδιακής νόσου. Επιπλέον, η υψηλή HDL δεν προσέφερε προστασία σε κανέναν.
Τα ευρήματα για την υψηλή HDL δεν προκαλούν έκπληξη, σημείωσε η Pamir: Οι μελέτες που δοκίμασαν φάρμακα που αυξάνουν την HDL δεν βρήκαν επίσης καμία προστασία για την καρδιά.
«Αλλά το δόγμα εξακολουθεί να είναι «η υψηλή HDL είναι καλή», είπε η Pamir.
Οι γιατροί χρησιμοποιούν την HDL, μαζί με άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση και η υψηλή LDL, για να εκτιμήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής νόσου εντός των τα επόμενων 10 ετών. Και αυτό καθοδηγεί τις αποφάσεις για τη θεραπεία, όπως το εάν θα συνταγογραφηθούν στατίνες.
Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ και δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Journal of the American College of Cardiology.
Πηγή