Οι ηλικιωμένοι που παίρνουν συχνά υπνωτικά φάρμακα, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο Αλτσχάιμερ, προειδοποιεί νέα μελέτη.
Τα φάρμακα για τον ύπνο χρησιμοποιούνται ευρέως από τους ηλικιωμένους, δεν είναι όμως αβλαβή.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ηλικιωμένοι που δήλωσαν ότι λάμβαναν «συχνά» ή «σχεδόν πάντα» βοηθήματα ύπνου, είχαν 79% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια σε σύγκριση με εκείνους που τα χρησιμοποιούσαν «ποτέ» ή «σπάνια».
«Χρειάζονται ωστόσο περαιτέρω μελέτες για να επιβεβαιωθεί εάν τα φάρμακα για τον ύπνο είναι επιβλαβή για τη γνωστική λειτουργία των ηλικιωμένων ή εάν η συχνή χρήση υπνωτικών είναι ένδειξη κάποιου άλλου προβλήματος που συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο άνοιας», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης Yue Leng.
Στη μελέτη συμμετείχαν περίπου 3.000 ηλικιωμένοι οι οποίοι περιέγραψαν τη ρουτίνα λήψης φαρμάκων για τον ύπνο από το 1997.
Οι συμμετέχοντες ήταν μεταξύ 70 και 79 ετών και κανένας δεν είχε άνοια. Όλοι ζούσαν στο Μέμφις ή στο Πίτσμπουργκ. Το 60% ήταν λευκοί και το 40% μαύροι.
Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν τρεις φορές σε διάστημα πέντε ετών για τη συχνότητα λήψης φαρμάκων για τον ύπνο: ποτέ, σπάνια (μία φορά το μήνα ή λιγότερο), μερικές φορές (2 έως 4 φορές το μήνα), συχνά (5 έως 15 φορές το μήνα) ή σχεδόν πάντα (16 έως 30 φορές το μήνα).
Οι συμμετέχοντες συζήτησαν επίσης με τους ειδικούς για την ποιότητα του ύπνου τους, υποδεικνύοντας πόσο συχνά δυσκολεύονταν να αποκοιμηθούν ή/και να ξυπνήσουν πολύ νωρίς το πρωί. Καταγράφηκε επίσης η συνήθης διάρκεια του ύπνου τους.
Τα βοηθήματα ύπνου περιελάμβαναν φάρμακα που χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή και συνταγογραφούμενα φάρμακα. Οι συνήθεις επιλογές χωρίς ιατρική συνταγή περιελάμβαναν αντιισταμινικά, μελατονίνη και βαλεριάνα. Τα συνταγογραφούμενα φάρμακα περιελάμβαναν αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά, βενζοδιαζεπίνες και τα λεγόμενα Z-φάρμακα όπως το Ambien (ζολπιδέμη).
Συνολικά, το 7,7% των λευκών συμμετεχόντων δήλωσαν ότι έπαιρναν κάποιου είδους φάρμακα για τον ύπνο συχνά ή σχεδόν πάντα.
Η συχνή χρήση ήταν υψηλότερη μεταξύ των γυναικών, όσων αντιμετώπιζαν κατάθλιψη και όσων είχαν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο.
Μετά την παρακολούθηση των συμμετεχόντων για έως και 15 χρόνια, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι περίπου το 20% ανέπτυξαν άνοια.
Σε αντίθεση με τους λευκούς ηλικιωμένους που χρησιμοποιούσαν συχνά υπνωτικά χάπια και αντιμετώπιζαν 79% υψηλότερο κίνδυνο για άνοια, δεν ίσχυε το ίδιο για τους αφροαμερικανούς, όχι μόνο γιατί λάμβαναν συχνά βοηθήματα ύπνου σε μικρότερο ποσοστό. Ακόμη και όσοι τα λάμβαναν συχνά, φαινόταν να μην αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν άνοια από εκείνους που τα λάμβαναν σπάνια ή ποτέ.
Η Leng είπε ότι το φυλετικό χάσμα που εντόπισε η ομάδα της προκάλεσε έκπληξη, καθώς προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι μαύροι γενικά αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν Αλτσχάιμερ από τους λευκούς συνομηλίκους τους.
«Μια πιθανή εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι οι μαύροι ηλικιωμένοι που έχουν πρόσβαση σε υπνωτικά φάρμακα, είναι υψηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου», κάτι που μπορεί να λειτουργεί προστατευτικά για την ψυχική τους υγεία, είπε η Leng.
Ωστόσο, ακόμη και μεταξύ των λευκών ηλικιωμένων, η Leng δεν είπε ότι τα υπνωτικά «ενισχύουν» τον κίνδυνο Αλτσχάιμερ με βάση τα ευρήματα. Διευκρίνισε ότι «παραμένει αμφιλεγόμενο εάν τα φάρμακα για τον ύπνο είναι καλά ή κακά για τη γνωστική λειτουργία μακροπρόθεσμα».
Θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι ορισμένα φάρμακα μπορεί να συμβάλλουν στον κίνδυνο άνοιας, ενώ άλλα όχι. Ή ότι τα προβλήματα ύπνου -ο λόγος για τη χρήση υπνωτικών- είναι σύμπτωμα έναρξης άνοιας.
«Γενικά, προτού κάποιος πάρει οποιοδήποτε φάρμακο για τον ύπνο, θα πρέπει να το συζητήσει με τον γιατρό του για να δει πώς μπορεί να αλληλεπιδράσει με οποιοδήποτε άλλο φάρμακο που μπορεί ήδη να παίρνει. Το ιατρικό τους ιστορικό θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη, πρόσθεσε.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Alzheimer’s Disease.
Πηγή