Η μακρά Covid είναι ένας όρος-ομπρέλα για τα συμπτώματα της Covid-19 που επιμένουν για τουλάχιστον δύο μήνες μετά τη διάγνωση ή ένα μήνα μετά την ανάρρωση από την οξεία φάση της ασθένειας, η οποία απαιτεί νοσηλεία.
Πρόσφατη μελέτη που διεξήχθη στην Ιταλία αποκάλυψε ότι οι περισσότεροι ασθενείς με Covid-19 εμφανίζουν επίμονη κόπωση, δύσπνοια, πόνο στις αρθρώσεις και πόνο στο στήθος μετά την έξοδο από το νοσοκομείο.
Mετα-ανάλυση 250.000 ατόμων διαπίστωσε επίσης ότι τα πιο επίμονα και κοινά συμπτώματα της Covid-19 ήταν η κόπωση, οι διαταραχές ύπνου, η δύσπνοια και η μυαλγία.
Με βάση τα ευρήματα που τεκμηριώνονται σε διάφορες μελέτες, η κόπωση είναι το πιο συχνά αναφερόμενο σύμπτωμα της μακράς Covid.
Η μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα ή το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είναι μια σύνθετη πολυσυστηματική διαταραχή που προκαλεί υπερβολική κόπωση, ορθοστατική δυσανεξία, πνευματική κόπωση / αδυναμία συγκέντρωσης και μη αποκαταστατικό ύπνο.
Κάποια από τα συμπτώματα της μακράς Covid και του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης αλληλοεπικαλύπτονται, ιδιαίτερα η επίμονη κόπωση.
Πρόσφατη μελέτη προσδιόρισε τον αντίκτυπο της σωματικής δραστηριότητας στον ύπνο, την κούραση και τα γνωστικά προβλήματα σε άτομα που επηρεάζονται από μακρά Covid.
Η μελέτη διερευνά πώς επηρεάζει η μακρά Covid όσους είναι σωματικά δραστήριοι και όσους κάνουν καθιστική ζωή.
Επιλέχθηκαν 506 ενήλικες, εκ των οποίων οι 138 ήταν γυναίκες. Πολλοί από τους συμμετέχοντες έκαναν σκι λόγω γεωγραφικής θέσης, ενώ όλοι ακολουθούσαν ένα δραστήριο τρόπο ζωής και είχαν υποβληθεί σε εξέταση στρες το έτος πριν από τη μόλυνσή τους με Covid.
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες: αθλητές σκι αντοχής, ερασιτέχνες βουνού, εκπαιδευτές σκι και άτομα που κάνουν καθιστική ζωή. Οι τελευταίοι αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Όλοι οι συμμετέχοντες παρουσίασαν επίμονη μυϊκή κόπωση έξι μήνες μετά το τέλος της θετικής στον Covid περιόδου.
Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκε μια κλίμακα μέτρησης της κόπωσης από το 1 έως το 10, όπου το 10 αντιπροσωπεύει τη μέγιστη κόπωση.
Στο τέλος της οξείας φάσης της Covid, η αντίληψη της κόπωσης μεταξύ των συμμετεχόντων, ανεξαρτήτως φύλου και κατηγοριών, ήταν υψηλή, δηλαδή 8.
Προηγούμενη μελέτη είχε διαπιστώσει ότι οι ασθενείς παρουσίασαν άγχος, μυϊκή αδυναμία ή κόπωση, δυσκολίες διαχείρισης του ύπνου και κατάθλιψη έξι μήνες μετά το τέλος της οξείας φάσης της λοίμωξης.
Ένα χρόνο μετά τη φάση της οξείας λοίμωξης, οι συμμετέχοντες που ανήκαν και στις τρεις ομάδες σωματικής δραστηριότητας, είχαν δηλαδή υψηλότερη κινητική απόδοση, είχαν βαθμολογία κοντά στο 2. Αντίθετα, όσοι ανήκαν στην ομάδα που έκανε καθιστική ζωή είχαν διπλάσια βαθμολογία.
Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι τα άτομα που ακολουθούν δραστήριο τρόπο ζωής εμφάνισαν σε χαμηλότερο βαθμό συμπτώματα μακράς Covid.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ακόμη ότι κάποιοι συμμετέχοντες, ανεξάρτητα από το φύλο τους, παρουσίασαν πολύ υψηλό ποσοστό κόπωσης καθώς και άλλα συμπτώματα, όπως διαταραχές μνήμης και/ή προσοχής, έξι μήνες μετά το τέλος της φάσης οξείας της μόλυνσης από Covid-19. Επιπλέον, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ανέφερε κακή ποιότητα ύπνου.
Συμπερασματικά η τρέχουσα μελέτη αποκαλύπτει ότι η αντίληψη της κόπωσης μειώθηκε σημαντικά στις σωματικά δραστήριες κατηγορίες ένα χρόνο μετά την οξεία φάση της νόσου. Δεν παρατηρήθηκε ανάλογη μείωση σε άτομα που έκαναν καθιστική ζωή. Απαιτείται εκτενέστερη περίοδος παρατήρησης για να καταλάβουμε εάν η κόπωση μπορεί να επανεμφανιστεί και με ποιον τρόπο.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Diagnostics.
Πηγή