Σε πολλούς από εμάς ο Ιούλιος του 2015 θα μείνει αξέχαστος. Την επομένη του θλιβερού δημοψηφίσματος κυριαρχούσαν δύο συναισθήματα μέσα μου: ο φόβος γι’ αυτά που θα έρθουν (γιατί, βλέπετε, ήμουν ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους που δεν είχα τίποτα «λυμένο») και η απελπιστική διαπίστωση, η οποία τότε θεωρούνταν αμετάκλητη, ότι δεν υπάρχει ελπίδα.
Συνεχώς
επαναλάμβανα σε φίλους και δικούς μου
ανθρώπους την ίδια φράση: «έχουμε
ηττηθεί». Και δεν αναφερόμουν τόσο στο
αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όσο στη
μάχη που έδινα, μαζί με πολλούς ακόμα
γνωστούς μου και μη, για να αποδείξω ότι
«η γη γυρίζει» και ότι «δεν τετραγωνίζεται
ο κύκλος».
Αν
τέμνεται με μια νοητή γραμμή η συλλογική
προσπάθεια που θυμάμαι να δίνουμε
διαρκώς, αυτή είναι η περιβόητη «μάχη
του αυτονόητου» ή τουλάχιστον αυτό που
διαχρονικά θεωρούσαμε αυτονόητο.
Στα χρόνια της Νομικής, προσπαθούσαμε να αντιπαρατεθούμε σε Γενικές Συνελεύσεις του Συλλόγου Φοιτητών με αλαλάζοντες συμφοιτητές μας, εν μέσω ψηφισμάτων για αποφυλακίσεις «αγωνιστών», ότι δεν είναι δημοκρατικό και κυρίως λογικό να χάσουμε εξάμηνα και εξεταστικές για να πάνε από την Κομοτηνή με λεωφορεία στην Αθήνα στη μεγάλη πορεία με βασικό αίτημα τη μη ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι, βέβαια, εξ αυτών είχαν εξασφαλισμένο ένα μεταπτυχιακό σε «κορυφαίο» ιδιωτικό πανεπιστήμιο του εξωτερικού.
Ως
νέος δικηγόρος βγήκα για πρώτη φορά
στον δρόμο με χιλιάδες ανθρώπους, όπως
εγώ, ελεύθερους επαγγελματίες, γιατί
θεωρούσα αδιανόητο να δίνω επιπλέον,
πέρα από τους αμέτρητους φόρους που
είχαν ήδη αυξηθεί, το 35% όσων κέρδιζα
από τη δουλειά μου σε χρεοκοπημένα
ταμεία για να παριστάνει ο Αλέξης Τσίπρας
τον προοδευτικό «ηγέτη» που χρειαζόταν
τη μισή δύναμη των ΜΑΤ για να μιλήσει
στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ως
Πρωθυπουργός.
Το
κόστος όλων αυτών των αγώνων της κοινής
λογικής απέναντι στον παραλογισμό πάσης
φύσεως δεν ήταν μόνο ψυχολογικό για τη
γενιά μου. Προκάλεσε τον φόβο και την
πιο μαζική φυγή νέων -και όχι μόνο-
Ελλήνων στο εξωτερικό προς αναζήτηση
μιας καλύτερης ή τουλάχιστον μιας
κανονικής ζωής. Οι λύσεις εταιριών και
οι απολύσεις εργαζομένων έσπασαν κάθε
ρεκόρ, η ανεργία των νέων είχε φτάσει
στο 38% και κάθε Πανεπιστήμιο, τουλάχιστον
της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, είχε
από μια τουλάχιστον κατάληψη από
εξωπανεπιστημιακούς.
Καταλήψεις
στα πανεπιστήμια, δηλαδή, από
εξωπανεπιστημιακούς και «καταλήψεις»
στο εισόδημα και τους κόπους των Ελλήνων
από επαγγελματίες «αγωνιστές» που δεν
είχαν δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή
τους. Για τη γενιά μου ήταν η μεγαλύτερη
απογοήτευση να βλέπουμε μειοψηφίες και
ιδεοληψίες να επικρατούν επειδή απλώς
φώναζαν πιο δυνατά.
Ως
«γενιά μου» δεν εννοώ μόνο τους ανθρώπους
που έχουν την ίδια ηλικία με μένα. Για
μένα «η γενιά μου» είναι όλοι εκείνοι
που τα χρόνια της κρίσης, με τον διχασμό
του δημοψηφίσματος, τις φορομπηχτικές
πολιτικές της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και το
αχρείαστο μνημόνιο που μας επέβαλαν οι
πολιτικές της, είδαν τα εισοδήματά τους
να συρρικνώνονται και την εμπιστοσύνη
τους στην πολιτεία να χάνεται.
Τα εντελώς αντίθετα συναισθήματα από εκείνα του Ιουλίου του 2015 νιώσαμε αρκετοί -θα έλεγα πολλοί- το βράδυ της 21ης Μαΐου. Μετά από μια τετραετία συνεχών εισαγόμενων κρίσεων, με πρωτοφανείς δυσκολίες στη διαχείρισή τους, επικράτησε η λογική της ενότητας και του «πάμε μπροστά να τα αλλάξουμε όλα».
Η
κοινή λογική πέτυχε την πρώτη μεγάλη
νίκη της στη χώρα που για αρκετά χρόνια
έχανε ή κέρδιζε οριακά. Οι πολίτες είπαν
«ως εδώ» στον διχασμό, απέρριψαν τις
μαγικές συνταγές που δήθεν θα τα έλυναν
όλα.
Άνθρωποι
όλων των ηλικιών, από όλη την ελληνική
επικράτεια ζήτησαν ακόμα λιγότερους
φόρους, ακόμα περισσότερες και καλύτερες
δουλειές, ακόμα περισσότερη εξέλιξη
στο ψηφιακό κράτος, ακόμα περισσότερες
τομές στο κράτος και έναν Πρωθυπουργό
που θα συνεχίσει να παίρνει εγκαίρως
μεγάλες αποφάσεις σε κρίσιμες στιγμές.
Επιβράβευσαν το θετικό λόγο, αναγνώρισαν
την ειλικρίνεια στην παραδοχή των λαθών.
Όλα
αυτά και ακόμα περισσότερα καθιστούν
τις εκλογές αυτής της Κυριακής ιστορικές.
Σε μια εντελώς νέα εκλογική διαδικασία
καλούμαστε να επικυρώσουμε το
αποτέλεσμα-τομή του Μαΐου. Να γυρίσουμε
οριστικά σελίδα και να πάμε όλες και
όλοι μαζί μπροστά.
Με την εμπιστοσύνη των πολιτών, στις 26 Ιουνίου ξεκινάει μια νέα εποχή, με έναν μεγάλο στόχο: να μην απογοητεύσουμε τις μεγάλες πλειοψηφίες των Ελλήνων, εκείνους που άντεξαν και υπέμειναν στα δύσκολα και μετά από χρόνια είδαν ότι υπάρχει ελπίδα.
*Ο Παύλος Μαρινάκης είναι Γραμματέας Πολιτικής Επιτροπής Νέας Δημοκρατίας
Πηγή