Το λογοτεχνικό αριστούργημα του Ηλία Βενέζη που όλοι πρέπει κάποια στιγμή να διαβάσουν.
Δεν ξέρω αν ο όρος της πολεμικής λογοτεχνίας είχε εφευρεθεί εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, αν σκεφτεί κανείς πως ο Βενέζης κυκλοφόρησε το βιβλίο του το 1931 – προηγουμένως είχε κυκλοφορήσει σε συνέχειες το 1923 σε εφημερίδα της Μυτιλήνης. Οι γνώστες θα πουν πως το ‘‘Νούμερο 31328’’ είναι το βιβλίο της σκλαβιάς γιατί περιγράφει ακριβώς αυτό. Την αιχμαλωσία των Αϊβαλιωτών (και όχι μόνο) μετά την καταστροφή της Σμύρνης από τους νεό-Τουρκους του Κεμάλ και την πορεία τους προς το εσωτερικό της Ανατολής όπου θα δούλευαν στα τάγματα εργασίας.
Το Νούμερο 31328 λοιπόν αποτελεί ίσως την πρώτη ολοκληρωμένη μαρτυρία για έναν απόηχο του πολέμου, που μέχρι τότε ο κόσμος διάβαζε στα ρεπορτάζ των εφημερίδων. Η τάση αυτή είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα όταν ο Ελληνικός Στρατός κέρδιζε τις μάχες του στους Βαλκανικούς και συνεχίστηκε μέχρι και την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Αργότερα, λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στο Μικρασιατικό μέτωπο και την οπισθοχώρηση του στρατού μας από τον Σαγγάριο και πίσω, ήταν λίγες οι καταγραφές προς το κοινό, μιας και οι περισσότερες έγιναν αργότερα γνωστές από μαρτυρίες στρατιωτικών, αξιωματικών και οπλιτών του στρατού αλλά και φυσικά από τον απλό κόσμο. Το Μικρασιατικό ωστόσο, είναι μια άλλη, μαύρη υπόθεση.
Ένα πρωί μας παίρνουν καμιά εξηνταριά σκλάβους για μια μικρή αγγαρεία. Είναι λίγο όξω απ’ τη Μαγνησά. Δίπλα στις ράγιες του σιδηρόδρομου τελειώνει μια μεγάλη χαράδρα, ανάμεσα στο Σίπυλο. Τη λεν «Κιρτίκ-ντερέ». Μες σ’ αυτή τη χαράδρα λογάριαζαν πως θα σκοτώθηκαν ίσαμε σαράντα χιλιάδες χριστιανοί απ’ τη Σμύρνη κι απ’ τη Μαγνησά, αρσενικοί και θηλυκοί. Τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Τα κορμιά λιώσανε το χειμώνα, και το νερό της χαράδρας που κατέβαινε από ψηλά έσπρωξε τα κουφάρια προς τα κάτω. Έτσι φτάξανε ίσαμε το δρόμο, στις ράγιες.
Πολύ πριν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που θα έκαναν την εμφάνισή τους από τους Ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η καταγεγραμμένη μαρτυρία των απάνθρωπων συνθηκών και της αιχμαλωσίας, έρχεται μέσα από αυτή την προσωπική εμπειρία του Βενέζη. Αιχμαλωτίστηκε, χωρίστηκε με την οικογένειά του η οποία πέρασε με τα καράβια στη Μυτιλήνη και μαζί με συμμαθητές και γνωστούς από την γειτονιά του, ξεκίνησαν μια μακρά πεζοπορία προς το εσωτερικό της Ανατολής και κατόπιν στα τάγματα εργασίας. Το νούμερο 31328, ήταν το νούμερο που του έδωσαν στο τάγμα του και το χρησιμοποίησε και ως αποστολέας στα γράμματα που έστειλε προσπαθώντας να επικοινωνήσει με την οικογένειά του.
Το βιβλίο οπότε είναι μία προσωπική μαρτυρία. Ξεφεύγει από τις φρικαλεότητες που έλαβαν χώρα μέσα στη Σμύρνη και το λιμάνι της, για πράγματα αδιανόητα που πλέον είναι κομμάτι της ελληνικής ιστορίας και δίνει τη σκυτάλη σε μία άλλη φρίκη. Εκείνων που επέζησαν μεν -και όχι όλοι- για να γίνουν δούλοι. Ο Βενέζης έμεινε 14 μήνες στα τάγματα βλέποντας φίλους και γνωστούς να πεθαίνουν από το ξύλο και τις κακουχίες και τις αρρώστιες, είδε γυναίκες να βιάζονται από Τούρκους στρατιώτες και ο ίδιος να δουλεύει εξαντλητικά ωράρια πάνω σε δρόμους, φορτηγά, τσιφλίκια, χτίσιμο σπιτιών και ένα σωρό άλλες δουλειές. Δεν είναι μόνο το κομμάτι της αφήγησης αυτής καθαυτής, αλλά και το γεγονός πως όλα αυτά συνέβησαν σε ένα παιδί 18 χρονών. Ήταν γεγονότα που στιγμάτισαν τον Βενέζη μέχρι τον θάνατό του και που του έδειξαν ένα απάνθρωπο πρόσωπο από την πλευρά των Τούρκων. Αξίζει να αναφερθεί πως πάνω στο βιβλίο του βασίστηκε η ταινία ‘‘1922’’ του Νίκου Κούνδουρου, για την οποία διάβασα σε κάποιες πηγές ότι απαγορεύτηκε για δημιουργούσε εντάσεις στις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Δεν γνωρίζω αν είναι αλήθεια.
Ένα φως άναψε. Ένα κερί. Οι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν. Σκύβουν με το κερί στα πρόσωπα και κοιτάζουν. Γυρεύουν.
Σαν φτάξανε σ’ εμάς, στα δυο αγόρια, στάθηκαν.
– Θέλεις; λέει ο ένας δείχνοντας τον Αργύρη.
Ο άλλος σκέφτηκε, ύστερα λέει;
– Όχι για την ώρα.
– Τη γυναίκα;
– Ναι.
– Θα περιμένεις σειρά, λέει ο πρώτος.
– Θα περιμένω.
Απομακρύνουνται.
Τα παραπάνω δεν είναι παρά μόνο μερικές σελίδες, σε μία προσπάθεια ανθρώπων να ξεριζώσουν την ανθρωπιά από άλλους. Ακόμη και αν αυτοί είναι οι χαμένοι ενός πολέμου. Παρότι που έιναι γυμνοί, άρρωστοι, εξαθλιωμένοι, με τις γυναίκες τους να έχουν βιαστεί και στη συνέχεια να έχουν δολοφονηθεί. Είναι μία φρικτή αλήθεια που σήμερα βλέπουμε σε ταινίες, αλλά που υπήρξε η πραγματικότητα τόσων άυτων ανθρώπων.
Αυτό όμως που γνωρίζουμε σίγουρα πως είναι αλήθεια, είναι οι κακουχίες μέσα από τις μαρτυρίες του Ηλία Βενέζη.Που μαρτυρούν όλη την φρίκη μετά το πέρας της Μικρασιατικής Καταστροφής και που φανερώνουν εγκλήματα που όσοι και αν κάποιοι προσπαθούν να τα κάνουν να ξεχαστούν, παραμένει κομμάτι της ματωμένης ιστορίας μας.
Πηγή