Δευτέρα , 30 Δεκέμβριος 2024

Η ιστορία της γνωριμίας Martin Scorsese και Robert De Niro

Η συνεργασία που εξελίχθηκε σε μία άνευ όρων ανδρική φιλία.

Ήταν η εποχή που ο Martin Scorsese κυκλοφορούσε σαν να άνηκε σε κάποια post-punk μπάντα των 70s. Ή τέλος πάντων θύμιζε κάποιον από τους τύπους που μάζευε η αστυνομία επειδή διαδήλωναν ακόμη για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Η αλήθεια είναι πως ο Scorsese δεν ήταν ακριβώς σίγουρος για το τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Σίγουρα του άρεσε να βρίσκεται πίσω από τις κάμερες και να σκηνοθετεί, αλλά σε μία περίοδο που η Αμερική έδειχνε να μην ενδιαφέρεται και τόσο για τους καλλιτέχνες, δεν ήξερε αν κάνει τέτοιο θα έχει μέλλον.

 

 

Ο περιθωριακός σκηνοθέτης

Ωστόσο υπήρξαν δύο περιστατικά που έβαλαν τον Scorsese στον σκηνοθετικό χάρτη. Το πρώτο ήταν η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο Who’s That Knocking at My Door, όπου μεταξύ άλλων είχε στο πρωταγωνιστικό πηδάλιο τον Harvey Keitel. Έπειτα, ήταν η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Michael Wadleigh στο ντοκιμαντέρ Woodstock. Αυτό που ο Scorsese αποφάσισε να κάνει για την εμπειρία και την ευχαρίστηση, όχι μόνο του βγήκε σε καλό αλλά τον έφερε σε επαφή με μία ολόκληρα γενιά σκηνοθετών, όπως ο Brian de Palma, ο George Lucas και ο Steven Spielberg. Και όταν μία ολόκληρη γενιά έχει τις ίδιες βλέψεις για το κομμάτι του κινηματογράφου και πόσο μεγάλη ανάγκη υπάρχει για να προβληθούν πράγματα που η τότε κοινωνία απαξίωνε ως απόκληρα, μπορείς να πεις ότι αυτό ήταν το απαραίτητο καύσιμο που σου χρειαζόταν για να συνεχίσεις και να πεισμώσεις. Όλη αυτή η νοοτροπία και το urban στοιχείο της εποχής, είναι που οδήγησε τον Martin Scorsese στα χνάρια του Mean Streets. Ήταν εκεί που ο σκηνοθέτης, δεν είχε καν συνειδητοποιήσει πως η καριέρα του θα είχε ξεκινήσει. «Περίμενα όλο αυτό να έχει τίτλους τέλους σύντομα» είχε δηλώσει στο TIME. «Μάλλον είμαι τυχερός».

 

Διάβασε εδώ για το έπος του Taxi Driver 

 

Ο άνθρωπος που έτρωγε σαν πουλί

Εκείνη την εποχή, μαζί με τη γενιά του Scorsese, ένας νέος ηθοποιός έκανε εξίσου τα πρώτα του βήματα στο χώρο. Είχε κάνει μία αξιοσημείωτη εμφάνιση στην ταινία Bang the Drum Slowly του John Hancock, με τον Brian de Palma να έχει λατρέψει την ταινία όντας φανατικός υποστηρικτής του συγγραφέα Mark Harris. Ήταν μία ιστορία για baseball και το μόνο που ήξερε ο τότε άσημος Robert De Niro από συγγραφική κουλτούρα, ήταν μόνο η αγάπη του για το άθλημα. Είχε όμως κάτι στην εμφάνιση. Ο de Palma γνώρισε τον De Nirο στον Scorsese λίγο μετά την κυκλοφορία του Woodstock όπου δούλευε ο τελευταίος. Η εμφάνιση του De Niro έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση στον σκηνοθέτη, που όταν συνέλαβε την ιδέα για το Mean Streets, ζήτησε από τον ηθοποιό να χρησιμοποιήσει τα ρούχα που βρισκόντουσαν στην γκαρνταρόμπα του. Αν έβλεπε κανείς τον De Niro στα 70s, θα μπορούσε εύλογα να θεωρήσει πως ήταν ο πραγματικός Travis του Taxi Driver. Για πολλούς λόγους.

 

 

Ήταν πάρα πολύ αδύνατος, σχεδόν σκελετωμένος. Έτρωγε περίεργα πράγματα, από καρύδια και σταφίδες, μέχρι μήλα. Ο Dwight Hardson που έκανε το μοντάζ, τον θυμάται να μην τρώει τακτικά γεύματα. «Έτρωγε σαν πουλί» είχε πει συγκεκριμένα. Μέχρι να του προσφέρεις χοτ-ντογκ ή μπέργκερ μιας και έδειχνε από τότε μία αδυναμία στο junk food. Στο σύνολο, ο De Niro έμοιαζε ρετάλι. Σαν ένας τύπος που θα εμφανιζόταν στις αποθήκες του λιμανιού στις 06.00 το πρωί, για να ρωτήσει αν υπάρχει κανένα μεροκάματο ή αν έχει αποβιβαστεί κανένας ναυτικός να τον πάρει κούρσα με το ταξί. Θα έλεγε κανείς ότι ο Scorsese είχε ανακαλύψει άθελά του κάτι παραπάνω από έναν αφοσιωμένο ηθοποιό. Είχε ανακαλύψει τον αστικό ήρωα που έψαχνε. Τον άνθρωπο της καθημερινότητας. Που δεν υπάρχει πάνω του κάτι το φανταχτερό ή το ηρωικό, τίποτε το «Χολιγουντιανό» και γκλαμουράτο, αλλά που είναι τόσο μα τόσο ανθρώπινος. Άλλωστε ο Scorsese πίστευε πως αυτοί ακριβώς οι antiheroes θα έπρεπε να βγαίνουν περισσότερο προς τα έξω. Για τον λόγο ότι στα δικά του τα μάτια, ήταν οι μοναδικοί αληθινοί ήρωες που άξιζαν να προβληθούν.

 

 

 

 Η πρώιμη επιτυχία

Το Mean Streets βγήκε με λίγα λεφτά, πολύ πείσμα και με ένα στόρι για έναν ασήμαντο γκάνγκστερ στο Little Italy. Δεν ξέρουμε αν το είχε πάντα στο μυαλό του ο Scorsese, αλλά τελικά η εμφάνιση του De Niro στο Goodfellas θα μπορούσε να ήταν και η εξελιγμένη μορφή του πρώτου του ρόλου. Ο ήρωας-γκάνγκστερ που επιτέλους έπιασε την καλή. Προηγουμένως ωστόσο είχε προηγηθεί το Taxi Driver και παρότι οι κριτικοί της εποχής δίστασαν να το αναγνωρίσουν για τις σκηνές και τα μηνύματα που περνούσε, ο De Nirο με τον Scorsese πανηγύριζαν γιατί είχαν μπει στην καρδιά των περιθωριακών. Και αυτό, και για τους δύο, ήταν πάντα ο στόχος τους. Από εκείνη την στιγμή και στο εξής, ξεκινάει μία άνευ όρων φιλία. Μία συνεργασία. Μία τυφλή εμπιστοσύνη. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το δίδυμο De Niro-Scorsese δεν έμεινε μόνο πιστό απέναντι στο κοινό, αλλά και απέναντι στις αρχές που το έδεσαν. Ξεκίνησαν μαζί, συνέχισαν μαζί, πέτυχαν μαζί. «Τίποτα δεν ήταν σχεδιασμένο» θα έλεγε αργότερα ο Martin Scorsese. «Τα πράγματα απλά συνέβησαν και εμείς βρεθήκαμε να ελκυόμαστε από καταστάσεις και συναισθήματα που μας έφερναν εμμονές και στους δύο μας, κυρίως για χαρακτήρες που κάποιος θα έλεγε ότι είναι κάτι λιγότεροι από όλο τον υπόλοιπο κόσμο».

 

 

Ίσως αυτό το δέσιμο το βλέπουμε και όλοι οι υπόλοιποι. Ίσως γι αυτό τον λόγο οι περισσότερες από τις ταινίες που έχουν κάνει μαζί, να θεωρούνται μεγαθήρια του κινηματογράφου. Κάποιες φορές δεν αρκεί να ψάχνεις την σωστή φόρμουλα, αλλά να βρεις τα κατάλληλα πρόσωπα να ασχοληθούν μαζί της. Ο De Niro έλεγε πως δεν είναι κισμέτ και πως δεν πιστεύει σε αυτά. Ότι κάποια πράγματα απλά έτυχαν. Μπορεί να είναι και έτσι. Όμως ούτε καν εκείνος που είδε πρώτος την φόρμουλα να δουλεύει, δεν είχε φανταστεί πως θα έχτιζε ένα αλλόκοτο δίδυμο, με τον άνθρωπο που γεννούσε τις ιστορίες και με εκείνον να τις κάνει πραγματικότητα όπως ακριβώς τις είχε στο μυαλό του.

 

Αυτή η φιλία, αυτή η κολόνια, έχει κρατήσει πολύ. Και είναι η άνευ όρων αφοσίωση δύο αντρών, που όταν κατέκτησαν το όνειρο δεν αρκέστηκαν και τράβηξαν τα σύνορα του με τα χέρια λίγο πιο πέρα.


Πηγή