Μια αποβολή είναι μια επιβαρυντική εμπειρία για τη γυναίκα και το ζευγάρι τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά.
Παραδοσιακά, οι γιατροί συνιστούν στα ζευγάρια να περιμένουν τουλάχιστον τρεις μήνες πριν ξεκινήσουν εκ νέου τις προσπάθειες να κάνουν παιδί.
Σύμφωνα με μια νέα μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Obstetrics & Gynecology, η οδηγία αυτή δεν ευσταθεί, καθώς η σύλληψη σε σύντομο διάστημα μετά την αποβολή συνδέεται με περισσότερες πιθανότητες επιτυχούς σύλληψης και μικρότερο κίνδυνο θνησιγένειας (γέννηση νεκρού).
Η νέα μελέτη εκπονήθηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH) και βασίστηκε σε παλαιότερα στοιχεία επάνω στο θέμα αυτό.
Οι ερευνητές μελέτησαν τις περιπτώσεις 1.083 γυναικών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είχαν αντιμετωπίσει αποβολή πριν την 20η εβδομάδα της κύησης, χωρίς επιπλοκές (έκτοπη κύηση ή ανάπτυξη μη φυσιολογικού εμβρυϊκού ιστού στη μήτρα). Οι γυναίκες είχαν συμμετάσχει σε μεγάλης κλίμακας δοκιμή που διεξήχθη το διάστημα 2007-2011 και οι ερευνητές παρακολούθησαν την πορεία τους για έξι εμμηνορροϊκούς κύκλους. Εάν η γυναίκα έμενε έγκυος μέσα στο διάστημα αυτό, οι ερευνητές παρακολουθούσαν την πορεία της έως τον τοκετό.
Διαπιστώθηκε ότι οι περισσότερες γυναίκες (ποσοστό πάνω από 76%) προσπάθησαν να επιτύχουν νέα εγκυμοσύνη σε διάστημα τριών μηνών μετά την αποβολή. Σε σύγκριση με τις γυναίκες που περίμεναν για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών πριν ξεκινήσουν και πάλι τις προσπάθειες για σύλληψη, οι πρώτες φάνηκε να έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν νέα εγκυμοσύνη και μάλιστα η εγκυμοσύνη αυτή να οδηγήσει στη γέννηση ζωντανού μωρού.
Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές όσον αφορά επιπλοκές στην εγκυμοσύνη ανάμεσα στις δύο ομάδες.
«Οι συστάσεις για καθυστέρηση της προσπάθειας σύλληψης για διάστημα τουλάχιστον 3-6 μηνών, για ζευγάρια που είναι ψυχολογικά έτοιμα να προσπαθήσουν ξανά, είναι πιθανώς αβάσιμες και πρέπει να επανεξεταστούν», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι συντάκτες της μελέτης.
Αναγνωρίζουν βέβαια ότι ένα ζευγάρι χρειάζεται χρόνο μετά από μια αποβολή και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να βιαστεί να προσπαθήσει ξανά εάν δεν νιώθει έτοιμο.
Πηγή: NIH