Μια κατηγορία φαρμάκων για τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, φαίνεται ότι συμβάλλει και στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης επιληψίας στους ηλικιωμένους, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Τα φάρμακα, που ονομάζονται ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης (ARBs), μπορεί να προλαμβάνουν την επιληψία σε άτομα που διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της διαταραχής.
«Πρόκειται για συναρπαστικό εύρημα, καθώς επί του παρόντος δεν υπάρχει κάποιο φάρμακο που να προλαμβάνει την επιληψία», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Δρ. Kimford Meador, καθηγητής νευρολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Stanford. «Ελπίζω αυτά τα πρώτα ευρήματα να οδηγήσουν σε κλινικές δοκιμές».
Η επιληψία διαγιγνώσκεται συχνότερα κατά την παιδική ηλικία, αλλά είναι γνωστό ότι πάνω από το 1% των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών εκδηλώνουν επαναλαμβανόμενες κρίσεις που σχετίζονται με την εγκεφαλική διαταραχή.
Το εγκεφαλικό επεισόδιο είναι ο πιο κοινός παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση επιληψίας στους ηλικιωμένους. Περίπου το 10% των επιζώντων από εγκεφαλικό επεισόδιο αναπτύσσουν επιληπτικές κρίσεις εντός πέντε ετών, σημείωσαν οι ερευνητές.
Η σκλήρυνση των αρτηριών και η χρόνια υψηλή αρτηριακή πίεση, επίσης αυξάνουν τον κίνδυνο επιληψίας, είτε το άτομο έχει υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο είτε όχι.
«Πρόκειται για πολύ σοβαρή διαταραχή και είναι πολύ πιο συχνή στους ηλικιωμένους από ό,τι πιστεύεται», δήλωσε ο Meador.
Μελέτη του 2022 σε περισσότερα από 160.000 άτομα στη Γερμανία, διαπίστωσε ότι τα άτομα που λάμβαναν ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης για την υψηλή αρτηριακή πίεση, είχαν χαμηλότερο κίνδυνο επιληψίας, δήλωσαν οι ερευνητές.
Τα φάρμακα αυτά μπλοκάρουν τους ανταγωνιστές υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ, μιας πρωτεΐνης που προκαλεί στένωση των αιμοφόρων αγγείων, αυξάνοντας την αρτηριακή πίεση. Τα φάρμακα μειώνουν επίσης τη φλεγμονή στα αιμοφόρα αγγεία και σε άλλα όργανα, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου.
«Τα ευρήματα της γερμανικής μελέτης συμφωνούσαν με τα ευρήματα μελετών σε ζώα και φαίνονταν πολύ ελπιδοφόρα, αλλά θεώρησα σημαντικό να τα επιβεβαιώσω χρησιμοποιώντας δεδομένα για ανθρώπους στις ΗΠΑ», εξήγησε ο Meador.
Για τη νέα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για 2,2 εκατομμύρια ενήλικες που είχαν διαγνωστεί με υψηλή αρτηριακή πίεση και στους οποίους είχε συνταγογραφηθεί τουλάχιστον ένα φάρμακο για την αρτηριακή πίεση. Κανένας από τους ανθρώπους δεν είχε επιληψία κατά την έναρξη της μελέτης.
Στο 14% των ατόμων που έπαιρναν φάρμακο για την αρτηριακή πίεση, είχαν συνταγογραφηθεί ανταγωνιστές των υποδοχέων αγγειοτενσίνης.
Συνολικά, τα άτομα που έπαιρναν αυτά τα φάρμακα, είχαν 20% έως 30% χαμηλότερο κίνδυνο επιληψίας μεταξύ 2010 και 2017, σε σύγκριση με τα άτομα που λάμβαναν άλλα φάρμακα για την αρτηριακή πίεση.
Αυτό ίσχυε ακόμη και όταν αφαιρέθηκαν από τη μελέτη τα άτομα που είχαν υποστεί εγκεφαλικό. Τα ευρήματα δείχνουν ότι τα χαμηλότερα ποσοστά επιληψίας δεν οφείλονται στο γεγονός ότι οι ανταγωνιστές των υποδοχέων αγγειοτενσίνης μείωσαν τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.
«Αυτό που κάναμε είναι να επαναλάβουμε αυτό που βρέθηκε στη γερμανική μελέτη, αλλά σε έναν μεγαλύτερο και εντελώς διαφορετικό πληθυσμό. Αυτό αυξάνει πραγματικά την ισχύ των ευρημάτων και μας λέει ότι κάτι πραγματικό συμβαίνει εδώ», δήλωσε ο Meador.
Ένας συγκεκριμένος ανταγωνιστής των υποδοχέων αγγειοτενσίνης, η λοσαρτάνη (Cozaar), είχε την πιο ισχυρή επίδραση στον κίνδυνο επιληψίας. Ωστόσο, οι ερευνητές δήλωσαν ότι χρειάζεται περισσότερη μελέτη για να επιβεβαιωθεί το εύρημα.
Όλα τα φάρμακα για την υπέρταση μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο επιληψίας, επειδή η υψηλή αρτηριακή πίεση συμβάλλει στην επιληψία, σημείωσαν οι ερευνητές.
Τα νέα ευρήματα δείχνουν όμως ότι οι ανταγωνιστές υποδοχέων αγγειοτενσίνης, είναι πιο ευεργετικοί από άλλα αντιυπερτασικά φάρμακα.
«Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της προληπτικής ιατρικής. Υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι με εγκεφαλικό επεισόδιο ή υψηλή αρτηριακή πίεση. Γνωρίζοντας ότι αυτή η κατηγορία φαρμάκων όχι μόνο μειώνει την αρτηριακή πίεση, αλλά βοηθά επίσης στη μείωση του κινδύνου επιληψίας, θα μπορούσε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετωπίζουμε».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Neurology.
Πηγή