Η στοχευμένη σωματική άσκηση μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής ασθενών με μεταστατικό καρκίνο του μαστού και να ανακουφίσει από την κόπωση, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας διεθνούς πολυκεντρικής μελέτης.
Κατά τη διάρκεια του προπονητικού προγράμματος, το οποίο περιελάμβανε δύο συνεδρίες την εβδομάδα επί εννέα μήνες, τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη νόσο και τη θεραπεία μειώθηκαν αισθητά, γεγονός που συσχετίστηκε με βελτιωμένη ποιότητα ζωής σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.
Η διατήρηση ή η βελτίωση της ποιότητας ζωής και η ανακούφιση από την κόπωση, αποτελούν σημαντικούς στόχους στη φροντίδα των καρκινοπαθών. Όχι μόνο η ίδια η ασθένεια, αλλά και οι απαραίτητες θεραπείες μπορούν να υποβαθμίσουν σοβαρά την ποιότητα ζωής.
Πολλοί ασθενείς υποφέρουν από το σύνδρομο κόπωσης, το οποίο χαρακτηρίζεται από επίμονη σωματική, συναισθηματική και πνευματική εξάντληση.
«Ειδικά οι γυναίκες με προχωρημένο καρκίνο, όπως ο μεταστατικός καρκίνος του μαστού, οι οποίες συνήθως λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία, μπορούν να ωφεληθούν σημαντικά από τη σωστή διαχείριση των συμπτωμάτων που σχετίζονται με τη νόσο και τη θεραπεία», λέει η Karen Steindorf, επικεφαλής ερευνητικού τμήματος στο Γερμανικό Κέντρο Έρευνας για τον Καρκίνο (DKFZ) και το Εθνικό Κέντρο Ογκολογικών Παθήσεων (NCT) της Χαϊδελβέργης.
«Ελπίζουμε ότι τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα της μελέτης μας PREFERABLE-EFFECT θα βοηθήσουν να διασφαλιστεί ότι όσο το δυνατόν περισσότεροι ασθενείς θα έχουν την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε ένα στοχευμένο πρόγραμμα προπόνησης».
Η στοχευμένη προπόνηση -και όχι η ανάπαυση- είναι το κατάλληλο μέτρο για την αντιμετώπιση της κόπωσης και άλλων στρεσογόνων συμπτωμάτων. Αυτό έχει ήδη αποδειχθεί σε μελέτες για ασθενείς στα αρχικά στάδια του καρκίνου του μαστού, αλλά δεν υπήρχαν στοιχεία για αντίστοιχο όφελος για την προχωρημένη νόσο. Η μελέτη PREFERABLE-EFFECT παρέχει αυτές τις αποδείξεις.
Συνολικά 355 γυναίκες και 2 άνδρες με μεταστατικό καρκίνο του μαστού συμπεριλήφθηκαν στην τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή. Όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη έλαβαν βασικές συστάσεις άσκησης και τους τοποθετήθηκε ένας ανιχνευτής δραστηριότητας για την καταγραφή της ποσότητας άσκησης που έκαναν στην καθημερινότητά τους.
«Η προπονητική ομάδα των 178 συμμετεχόντων εκτελούσε και ένα ατομικά προσαρμοσμένο και θεραπευτικά εποπτευόμενο εκπαιδευτικό πρόγραμμα δύο φορές την εβδομάδα, το οποίο περιελάμβανε ασκήσεις για την ενίσχυση της ισορροπίας, της μυϊκής δύναμης και της αντοχής. Τους τελευταίους τρεις μήνες, η μία από τις δύο προπονήσεις πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια μιας εφαρμογής», εξηγεί ο Joachim Wiskemann από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Χαϊδελβέργης, η ομάδα εργασίας του οποίου εξέτασε και επέβλεψε τους συμμετέχοντες στη μελέτη της Χαϊδελβέργης όσον αφορά την αθλητική θεραπεία.
Κατά την έναρξη της μελέτης και μετά από 3, 6 και 9 μήνες, οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν σχετικά με την ποιότητα ζωής τους χρησιμοποιώντας ερωτηματολόγιο που λάμβανε υπόψη τις σωματικές, νοητικές και συναισθηματικές πτυχές της ποιότητας ζωής.
Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο για την αντικειμενικοποίηση των συμπτωμάτων κόπωσης. Η φυσική κατάσταση εξετάστηκε στην αρχή και ανά τρίμηνο στο ποδηλατικό εργόμετρο, το οποίο χρησιμοποιεί τις δυνάμεις που ασκούνται πάνω στον ποδηλάτη (βαρύτητα, αντίσταση του αέρα, αδράνεια και αντίσταση στην κύλιση του ποδηλάτου) σε συνδυασμό με την ταχύτητά του.
Το δομημένο πρόγραμμα προπόνησης οδήγησε σε στατιστικά σημαντική βελτίωση της ποιότητας ζωής και σε σημαντική μείωση της κόπωσης. Συμπτώματα όπως ο πόνος και η δύσπνοια, μειώθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της μελέτης. Το τεστ φυσικής κατάστασης ήταν επίσης καλύτερο στην ομάδα προπόνησης από ό,τι στην ομάδα ελέγχου.
«Αυτά είναι πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα της προπόνησης που οι ασθενείς μπορούν να αισθανθούν στην καθημερινή τους ζωή», σχολιάζει ο Steindorf.
«Η δομημένη προπόνηση βελτιώνει την ποιότητα ζωής και επιτρέπει στις γυναίκες με προχωρημένο καρκίνο του μαστού να ζουν μια πιο δραστήρια ζωή. Μπορέσαμε επίσης να καταδείξουμε μεγαλύτερη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Με βάση τα δεδομένα της μελέτης PREFERABLE-EFFECT, υπάρχουν πλέον βάσιμες ενδείξεις για να συστήσουμε ότι και τα άτομα σε προχωρημένα στάδια της νόσου θα πρέπει να συμμετέχουν σε ένα στοχευμένο πρόγραμμα άσκησης».
Τη μελέτη συντόνισε το Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο της Ουτρέχτης και τα ευρήματα δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό Nature Medicine.
Πηγή