Όλο και περισσότερα στοιχεία υποδεικνύουν ότι ένα κοινό τεχνητό γλυκαντικό, μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους για την καρδιά των καταναλωτών.
Νέα μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 20 υγιείς ενήλικες, διαπίστωσε ότι σε δόσεις που συνήθως περιέχονται σε ένα αναψυκτικό ή ένα μάφιν, η ερυθριτόλη συνδέεται με αυξημένη δραστηριότητα των αιμοπεταλίων, η οποία θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο θρόμβωσης.
Οι ερευνητές με επικεφαλής τον Δρα Stanley Hazen, υπεύθυνο καρδιαγγειακών και μεταβολικών επιστημών στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Lerner της κλινικής Cleveland, σημειώνουν ότι δεν παρατηρήθηκε ανάλογη επίδραση με την κατανάλωση ζάχαρης.
«Εταιρείες και γιατροί συνιστούν σε άτομα που αντιμετωπίζουν υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, όπως τα άτομα με παχυσαρκία, διαβήτη ή μεταβολικό σύνδρομο, να καταναλώνουν τρόφιμα που περιέχουν υποκατάστατα ζάχαρης», λέει ο Hazen.
Τα ευρήματα της μελέτης αναδεικνύουν ωστόσο «τη σημασία περαιτέρω μακροπρόθεσμων κλινικών μελετών για την αξιολόγηση της καρδιαγγειακής ασφάλειας της ερυθριτόλης και άλλων υποκατάστατων ζάχαρης».
Η νέα μελέτη έρχεται σε συνέχεια σχετικών ευρημάτων που είχαν δημοσιευτεί πριν από ένα χρόνο στο επιστημονικό περιοδικό Nature Medicine. Εκείνη η μελέτη σε σχεδόν 1.200 άτομα διαπίστωσε ότι όσοι είχαν μεγάλες ποσότητες ερυθριτόλης στο αίμα τους, είχαν έως και διπλάσιες πιθανότητες να υποστούν έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο σε σύγκριση με όσους είχαν τις μικρότερες ποσότητες.
Η ερυθριτόλη είναι όσο γλυκιά είναι και η ζάχαρη (σε ποσοστό 70%) και παράγεται από καλαμπόκι. Βρίσκεται σε πολλές τροφές που προορίζονται για όσους ακολουθούν κετογονική διατροφή και σε τροφές με μηδενική ζάχαρη.
«Είναι κυριολεκτικά ένα από τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα τεχνητά γλυκαντικά στα επεξεργασμένα τρόφιμα. Την παράγουμε οι ίδιοι στο σώμα μας, αλλά τη λαμβάνουμε σε ποσότητα χίλιες έως εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη όταν τρώμε κάτι που την περιέχει στη μορφή γλυκαντικού», σημειώνουν οι ερευνητές.
Στη νέα μελέτη, 20 υγιείς εθελοντές έλαβαν μια δόση ερυθριτόλης ισοδύναμη με αυτή που βρίσκεται σε ένα μάφιν χωρίς ζάχαρη ή σε ένα κουτάκι αναψυκτικού διαίτης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα ερυθριτόλης στο αίμα τους αυξήθηκαν 1.000 φορές αμέσως μετά την κατανάλωση, και αυτό συνοδεύτηκε από μεγάλη αύξηση του κινδύνου σχηματισμού θρόμβου.
«Η έρευνα εγείρει ανησυχίες σχετικά με την κατανάλωση μιας τυπικής μερίδας τροφίμου ή ποτού με ερυθριτόλη και την οξεία διέγερση σχηματισμού θρόμβων», δήλωσε ο συν-συγγραφέας της μελέτης Δρ. W. H. Wilson Tang, διευθυντής έρευνας για την Καρδιακή Ανεπάρκεια και την Ιατρική Μεταμόσχευσης Καρδιάς στην κλινική Cleveland.
«Η ερυθριτόλη και άλλες αλκοόλες ζάχαρης που χρησιμοποιούνται συνήθως ως υποκατάστατα ζάχαρης θα πρέπει να αξιολογούνται για πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία, ειδικά όταν οι επιπτώσεις αυτές δεν παρατηρούνται με την ίδια τη ζάχαρη», πρόσθεσε.
Η ερυθριτόλη έχει ταξινομηθεί από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ ως «γενικά αναγνωρισμένη ως ασφαλής». Σύμφωνα με την ομάδα του Hazen, αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό επειδή η ερυθριτόλη είναι μια αλκοόλη σακχάρου που βρίσκεται φυσικά στα φρούτα και τα λαχανικά και «ένα υποπροϊόν του μεταβολισμού της γλυκόζης στον ανθρώπινο ιστό, αν και σε μικρές ποσότητες».
Τα συνδυασμένα δεδομένα από τις μελέτες της ομάδας του Hazen όμως, θα πρέπει -σύμφωνα με τον ίδιο- να προβληματίσουν τους καταναλωτές.
«Θεωρώ ότι η επιλογή γλυκών με ζάχαρη περιστασιακά και σε μικρές ποσότητες, θα ήταν προτιμότερη από την κατανάλωση ποτών και τροφίμων που περιέχουν αυτές τις αλκοόλες ζάχαρης, ειδικά για άτομα με αυξημένο κίνδυνο θρόμβωσης, όπως τα άτομα με καρδιακές παθήσεις, διαβήτη ή μεταβολικό σύνδρομο. Οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως. Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι τα τρόφιμα που τρώμε δεν αποτελούν κρυφές απειλές», λέει ο Hazen.
Η μελέτη υποστηρίχθηκε μερικώς από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ και το Γραφείο Συμπληρωμάτων Διατροφής.
Εκπρόσωποι της βιομηχανίας γλυκαντικών αμφισβήτησαν τη μεθοδολογία της μελέτης.
Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Arteriosclerosis, Thrombosis and Vascular Biology.
Πηγή