Κυριακή , 2 Μάρτιος 2025

Ξεχάστε τα μήλα – Αυτό είναι το φρούτο που μειώνει τον κίνδυνο κατάθλιψης

Η κατανάλωση ενός συγκεκριμένου φρούτου καθημερινά, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο κατάθλιψης κατά 20%, σύμφωνα με νέα μελέτη.

Ο λόγος είναι ότι το εν λόγω φρούτο διεγείρει την ανάπτυξη του Faecalibacterium prausnitzii (F. prausnitzii), ενός τύπου βακτηρίων που βρίσκονται στο ανθρώπινο έντερο, επηρεάζοντας την παραγωγή των νευροδιαβιβαστών σεροτονίνης και ντοπαμίνης – δύο βιολογικών μορίων που είναι γνωστό ότι ανεβάζουν τη διάθεση.

Επικεφαλής της μελέτης ήταν ο Raaj Mehta, καθηγητής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και γιατρός στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης.

Αφορμή για τη νέα μελέτη αποτέλεσε μια δημοσίευση από το 2016, η οποία έδειχνε ότι τα εσπεριδοειδή μειώνουν τον κίνδυνο κατάθλιψης.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από τη μελέτη Nurses’ Health Study II (NHS2), στην οποία συμμετέχουν περισσότερες από 100.000 γυναίκες που δίνουν κάθε δύο χρόνια πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο ζωής τους, τη διατροφή, τη χρήση φαρμάκων και την υγεία τους.

Αξιοποιώντας αυτά τα δεδομένα, αναζήτησαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι νοσηλεύτριες που έτρωγαν πολλά εσπεριδοειδή, είχαν χαμηλότερα ποσοστά μελλοντικής κατάθλιψης από εκείνες που δεν έτρωγαν. Κάτι που οι ερευνητές επιβεβαίωσαν στη νέα μελέτη.

Πόσο μεγάλη είναι αυτή η επίδραση; Συγκρίνεται με τα παραδοσιακά αντικαταθλιπτικά;

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση ενός μέτριου πορτοκαλιού την ημέρα, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης κατά περίπου 20%.

Η επίδραση φαίνεται να ισχύει ειδικά για τα εσπεριδοειδή, καθώς η συνολική κατανάλωση φρούτων ή λαχανικών ή η κατανάλωση άλλου φρούτου μεμονωμένα, όπως τα μήλα ή οι μπανάνες, δεν φάνηκε να σχετίζεται με τον κίνδυνο κατάθλιψης.

Οι ερευνητές χαρακτηρίζουν δύσκολη τη σύγκριση της αποτελεσματικότητας των εσπεριδοειδών με παραδοσιακά αντικαταθλιπτικά, όπως είναι οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, επειδή πρόκειται για την πρόληψη της κατάθλιψης, ενώ τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία της κατάθλιψης, όταν ένα άτομο έχει ήδη εμφανίσει την ψυχική ασθένεια.

Orange

Γιατί η κατανάλωση πορτοκαλιών μειώνει τον κίνδυνο κατάθλιψης;

Ένα υποσύνολο των συμμετεχουσών στη διαχρονική μελέτη NHS2, έδωσε στους ερευνητές δείγματα κοπράνων κατά τη διάρκεια ενός έτους. Χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα της αλληλούχισης του DNA από αυτά τα δείγματα κοπράνων, οι ερευνητές αναζήτησαν συνδέσεις μεταξύ της πρόσληψης εσπεριδοειδών και συγκεκριμένων ειδών βακτηρίων στο μικροβίωμα του εντέρου.

Ένα είδος βακτηρίου ξεχώρισε: Το F. prausnitzii ήταν πιο άφθονο σε άτομα που δεν είχαν κατάθλιψη από ό,τι σε άτομα που είχαν κατάθλιψη, και η κατανάλωση πολλών εσπεριδοειδών σχετιζόταν επίσης με υψηλά επίπεδα F. prausnitzii.

Οι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτό το βακτήριο μπορεί να συνδέει την κατανάλωση εσπεριδοειδών με την καλή ψυχική υγεία.

Θέλοντας να επιβεβαιώσουν τα ευρήματά τους και σε άνδρες, μελέτησαν δεδομένα από παρόμοια μελέτη που λέγεται Men’s Lifestyle Validation Study. Διαπίστωσαν ότι τα αυξανόμενα επίπεδα του F. prausnitzii συσχετίζονταν αντιστρόφως ανάλογα με τις βαθμολογίες κινδύνου κατάθλιψης στους άνδρες.

Έτσι, το ερώτημα που προέκυψε ήταν, πώς το F. prausnitzii κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται καλύτερα;

Μια απάντηση, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι ότι αυτά τα βακτήρια χρησιμοποιούν μια μεταβολική οδό για να επηρεάσουν τα επίπεδα δύο νευροδιαβιβαστών -της σεροτονίνης και της ντοπαμίνης- που παράγονται από τα ανθρώπινα κύτταρα στο έντερο.

Αυτοί οι νευροδιαβιβαστές ρυθμίζουν τον τρόπο με τον οποίο η τροφή περνάει από τον πεπτικό σωλήνα, αλλά μπορούν επίσης να φτάσουν στον εγκέφαλο, όπου ανεβάζουν τη διάθεση.

Ακούμε συχνά ότι τα ψάρια είναι «τροφή για τον εγκέφαλο», αλλά κανείς δεν λέει ότι τα πορτοκάλια είναι τροφή για τον εγκέφαλο, σημειώνουν οι ερευνητές.

Ομοίως, το F. prausnitzii έχει συνδεθεί με την καλή υγεία με πολλούς τρόπους, όπως με τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης φλεγμονώδους νόσου του εντέρου. Παρέμενε όμως άγνωστη η σύνδεσή του με την ψυχική υγεία.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Microbiome.


Πηγή