Στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο Frontiers in CardioVascular Biology στην Φλωρεντία και βασίζονται σε βρετανική μελέτη που διήρκεσε 14 χρόνια, δείχνουν ότι η υψηλή χοληστερόλη σχετίζεται με μειωμένη θνησιμότητα και βελτιωμένη επιβίωση σε τέσσερις πολύ συχνούς καρκίνους.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου «Aston» στο Μπέρμινχαμ της Μ. Βρετανίας, με επικεφαλής τον Δρ Πολ Καρτερ, μελέτησαν τη σχέση υψηλή χοληστερόλης και θνησιμότητας σε ασθενείς με τέσσερις μορφές καρκίνου, που ήταν συχνότερες στη Μ. Βρετανία.
Η μελέτη επικεντρώθηκε σε σχεδόν ένα εκατομμύριο άτομα και έδειξε ότι η διάγνωση υπερχοληστερολαιμίας συσχετίζεται με μικρότερο κίνδυνο θανάτου από καρκίνους τουπνεύμονα, του μαστού, του προστάτη και του παχέος εντέρου.
Οι ασθενείς είχαν εισαχθεί σε βρετανικά νοσοκομεία, λόγω των καρκίνων αυτών, την περίοδο 1 Ιανουαρίου 2000 με 31 Μαρτίου 2013 και είχαν εισαχθεί στην βάση κλινικών δεδομένων ACALM, που περιλάμβανε στοιχεία για συνοσηρότητες, όπως υπερχοληστερολαιμία, διάρκεια νοσηλείας και θνησιμότητα.
Εκ των 929.552 ασθενών στη βάση ACALM, 7.997 είχαν καρκίνο πνεύμονα, 5.481 καρκίνο μαστού, 4.629 καρκίνο προστάτη και 4.570 καρκίνο παχέος εντέρου.
Μετά τη συνεκτίμηση παραγόντων που μπορεί επηρεάσουν τη θνησιμότητα, περιλαμβανομένης της ηλικίας, του φύλου, της εθνικότητας και των δέκα συχνότερων αιτίων θανάτου στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι καρκινοπαθείς ήταν λιγότερο πιθανό να πεθάνουν αν είχαν υπερχοληστερολαιμία.
Συγκεκριμένα, η υψηλή χοληστερόλη σχετίστηκε με 22% χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα, 43% χαμηλότερο για τις γυναίκες με καρκίνο μαστού, 47% λιγότερες πιθανότητες θανάτου από καρκίνο προστάτη και 30% στην περίπτωση καρκίνο του παχέος εντέρου.
«Η μελέτη δείχνει ότι η υπερχοληστερολαιμία βελτιώνει την επιβίωση τεσσάρων μορφών καρκίνου. Βάσει προηγούμενων στοιχείων έχουμε βάσιμες υποψίες ότι αυτό απορρέει από τις στατίνες. Μάλιστα, ενδεχομένως ο συσχετισμός να αφορά και άλλες μορφές καρκίνου πέραν των τεσσάρων που μελετήσαμε, αλλά αυτό θα πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω» εξηγεί ο Δρ Καρτερ.
Πηγή: onmed.gr