Μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, οι δερματολόγοι θεωρούσαν το self tan, το «αυτομάυρισμα» δηλαδή, ασφαλές, τουλάχιστον όταν η χρήση γίνεται τοπικά και όχι με σπρέι.
Το βασικό συστατικό των προϊόντων self tanning είναι ένας απλός υδατάνθρακας που εξάγεται από το ζαχαροκάλαμο και λέγεται DHA (dihdroxyacetone ή διυδροξυακετόνη) και κάνει το χρώμα του δέρματος πιο σκούρο.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον δρ Ρέι Πανετιέρι, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, ο ψεκασμός επιτρέπει να περάσει μέσω της εισπνοής στην κυκλοφορία του αίματος, με σοβαρές συνέπειες για την υγεία.
Τώρα, νέες έρευνες αποκαλύπτουν ότι το self tanning δεν είναι αθώο, ακόμα κι όταν δεν ψεκάζεται, και ειδικά κατά την εφαρμογή του κοντά στα μάτια και στο στόμα.
Το DHA έχει πάρει έγκριση μόνο για εξωτερική χρήση τη δεκαετία του 1970, όταν οι μελέτες είχαν δείξει πως δεν απορροφάται από το δέρμα.
Σήμερα έγινε γνωστό ότι αυτό δεν είναι εντελώς σωστό, καθώς νεότερες έρευνες έδειξαν ότι το 10% του DHA απορροφάται από την επιδερμίδα και την αμέσως επόμενη στοιβάδα του δέρματος.
Σύμφωνα με αυτές, το DHA που εφαρμόζεται στο δέρμα προκαλεί σχηματισμό περισσότερων ελευθέρων ριζών οι οποίες μπορούν να κάνουν ζημιά στα κύτταρα του δέρματος.
Συγκεκριμένα, προϊόντα με 5% DHA μπορούν να παράγουν ύστερα από 40 λεπτά αρκετές ελεύθερες ρίζες όταν το δέρμα εκτεθεί στον ήλιο, περίπου 180% παραπάνω.
Το 2012, ειδικοί από το European Environment Agency προειδοποίησαν ότι ορισμένες ουσίες που βρίσκονται σ’ αυτά τα προϊόντα πιθανώς να λειτουργούν ως ορμονικοί διαταρράκτες και να έχουν επιπτώσεις στη γονιμότητα. Έχουν μετρηθεί πάνω από 45 χημικά, τουλάχιστον στα σπρέι μαυρίσματος. Αυτά τα προϊόντα μπορεί να έχουν φορμαλδεΰδη, νιτροζαμίνες, φθαλάτες και άλλα χημικά τα οποία προκαλούν διάφορες παθήσεις ή δερματίτιδες. Μερικά από αυτά μπορεί να παρεμβαίνουν στη σωστή ανάπτυξη του εμβρύου, να προκαλούν γενετικές ανωμαλίες, ακόμη και καρκίνο.
Η Jacqueline McGlade, εκτελεστική διευθύντρια του European Environment Agency, ανέφερε το 2012 ότι αυτά τα χημικά ίσως συνεισφέρουν στην αύξηση κρουσμάτων που παρατηρείται σε διαβήτη, παχυσαρκία, υπογονιμότητα, και καρκίνο.
Πηγή: onmed.gr