Η συστηματική χρήση της ζυγαριάς μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στη μάχη με τα κιλά.
Όπως υποστηρίζουν οι επιστήμονες, το καθημερινό ζύγισμα παίζει ρόλο στο αδυνάτισμα και στη διατήρηση του νέου σωματικού βάρους, ακόμη και αν κάποιος δεν ακολουθεί συγκεκριμένο διαιτολόγιο.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μελέτης του Πανεπιστημίου Κορνέλ, στη Νέα Υόρκη, στην οποία οι ερευνητές παρουσίασαν κατ’ αρχήν σε 162 υπέρβαρους και παχύσαρκους εθελοντές, ηλικίας 37 έως 57 ετών, τους επιστημονικά τεκμηριωμένους τρόπους αδυνατίσματος.
Στη διάρκεια της παρουσίασης, οι ερευνητές έδωσαν έμφαση στις ατομικές προτιμήσεις και στις μικρές αλλαγές στον τρόπο ζωής με τις οποίες μπορεί κανείς να προσλαμβάνει 100 θερμίδες λιγότερες την ημέρα.
Οι αλλαγές είναι λ.χ. να μην τρώει επιδόρπιο μία-δύο φορές την εβδομάδα ή να μην τσιμπολογάει τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας ή να πίνει ένα υποκατάστατο γεύματος για μεσημεριανό 3 φορές την εβδομάδα κ.ο.κ.
Στη συνέχεια, οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Σε εκείνους της πρώτης ομάδας οι ερευνητές χάρισαν από μία ζυγαριά μπάνιου, στην οποία έπρεπε να ζυγίζονται καθημερινά, την ίδια πάντα ώρα, κατά προτίμηση το πρωί, αμέσως μόλις ξυπνούσαν.
Οι εθελοντές αυτοί έπρεπε επίσης να μπαίνουν καθημερινά σε μία ιστοσελίδα του πανεπιστημίου, για να σημειώνουν το βάρος τους.
Στους εθελοντές της δεύτερης ομάδας δεν έγινε καθόλου λόγος για ζύγισμα, ενώ και στις δύο ομάδες σύστησαν να προσπαθήσουν επί 1 χρόνο να χάσουν βάρος με όποιον τρόπο ήθελαν.
Όταν πέρασε ο χρόνος, οι ερευνητές έδωσαν από μία ζυγαριά και στους εθελοντές της δεύτερης ομάδας, ζητώντας από τους μεν εθελοντές της πρώτης ομάδας να μην ξαναπαχύνουν και από εκείνους της δεύτερης να αδυνατίσουν (και πάλι μπορούσαν ελεύθερα να διαλέξουν με ποιον τρόπο θα το επιτύγχαναν).
Κατά την έναρξη της μελέτης καθώς και στους 6, τους 12 και τους 24 μήνες, οι ερευνητές ζύγισαν οι ίδιοι τους εθελοντές τους.
Όπως γράφουν στην επιθεώρηση «Journal of Obesity», στη διάρκεια της 2ετίας η μέση καταγραφή του σωματικού βάρους στην ιστοσελίδα ήταν 4 φορές την εβδομάδα.
Στον πρώτο χρόνο της μελέτης, ο αριθμός των εθελοντών που αδυνάτισαν σημαντικά ήταν διπλάσιος στην ομάδα που ζυγιζόταν καθημερινά.
Στην ομάδα που δεν ζυγιζόταν, μόνο το 10,8% των εθελοντών έχασαν το 5% του αρχικού σωματικού βάρους τους και μόνο το 4,6% έχασαν το 10% του αρχικού σωματικού βάρους τους, ενώ η μέση απώλεια βάρους ήταν 4,9 κιλά.Στην πραγματικότητα, το 28,6% των εθελοντών αυτής της ομάδας έχασαν το 5% του αρχικού σωματικού βάρους τους και το 8,6% έχασαν το 10% του αρχικού σωματικού βάρους, ενώ κατά μέσον όρο η απώλεια βάρους έφτασε έως τα 8,6 κιλά.
Στον δεύτερο χρόνο, οι μεν εθελοντές που ζυγίζονταν εξ αρχής καθημερινά κατόρθωσαν να διατηρήσουν σε μεγάλο βαθμό τα χαμένα κιλά, ενώ όσοι προσπάθησαν να αδυνατίσουν έχασαν παραπλήσια κιλά με εκείνα που παρατηρήθηκαν στο πρώτο έτος της μελέτης.
Τα ευρήματα αυτά θεωρούνται πολύ σημαντικά, καθώς προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει πως όσοι αδυνατίζουν ξαναπαίρνουν μέσα σε ένα χρόνο το τουλάχιστον 40% των χαμένων κιλών τους, ενώ μετά από πέντε χρόνια το 95% έχουν ανακτήσει το παλαιό τους βάρος – μερικές φορές, δε, αυξημένο σε σύγκριση με την εποχή πριν από το αδυνάτισμα.
«Αν κάποιος θέλει να αδυνατίσει, πρέπει κατ’ αρχήν να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και να δει στ’ αλήθεια πόσα κιλά είναι. Στη συνέχεια, χρειάζεται μία ζυγαριά και ένα excel ή ένα κομμάτι χαρτί για να παρακολουθεί την πορεία του και να τροποποιεί αναλόγως τη διατροφή του», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ντέιβιντ Λεβίτσκι, καθηγητής Διατροφής στο Κολέγιο Ανθρώπινης Οικολογίας του Κορνέλ.
Πηγή: onmed.gr