Ως διαβήτης της κύησης (gestational diabetes) ορίζεται οποιαδήποτε διαταραχή στον μεταβολισμό της γλυκόζης (των υδατανθράκων) που διαγιγνώσκεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά στην κύηση, συνήθως στο τέλος του δευτέρου τριμήνου, μετά την 24η εβδομάδα.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ο πλακούντας παράγει ορμόνες που βοηθούν το έμβρυο να μεγαλώσει. Οι ορμόνες αυτές κάνουν την πιο δύσκολη τη δράση της ινσουλίνης στο σώμα, της ορμόνης που βοηθά το σώμα να χρησιμοποιεί το σάκχαρο που παίρνει από τις τροφές ( οι ορμόνες αυτές προκαλούν δηλαδή αντίσταση στην ινσουλίνη).
Στις γυναίκες με διαβήτη κύησης το πάγκρεας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σ’αυτές τις αυξημένες ανάγκες, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Ο διαβήτης κύησης υποχωρεί σχεδόν πάντα μετά την αφαίρεση του πλακούντα, αλλά μπορεί να ξαναεμφανιστεί σε επόμενη εγκυμοσύνη ή με την αύξηση της ηλικίας.
Ποιες γυναίκες έχουν αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη της κύησης;
Ο διαβήτης της κύησης είναι συχνός και συμβαίνει σε περίπου 10% των κυήσεων. Κάθε έγκυος μπορεί να παρουσιάσει διαβήτη κύησης αλλά μερικές γυναίκες έχουν αυξημένο κίνδυνο.
Γνωστοί παράγοντες κινδύνου είναι:
• Ηλικία άνω των 25 και ιδιαίτερα άνω των 35 χρόνων
• Φυλή (λατίνοι, αφροαμερικάνοι)
• Παχυσαρκία ή υπέρβαρο προ κύησης. Οι παχύσαρκες γυναίκες έχουν 4πλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη κύησης, ενώ ο κίνδυνος σε αυτές με ΔΜΣ >40 είναι 9πλάσιος!
• Υπερβολική αύξηση βάρους κατά τη διάρκεια της κύησης
• Ιστορικό προηγούμενης κύησης με διαβήτη. Στις γυναίκες αυτές ο κίνδυνος αυξάνεται σε 30-80% σε επόμενη κύηση.
• Ιστορικό προ-διαβήτη/ αντίστασης στην ινσουλίνη
• Ιστορικό κύησης με νεογνό άνω των 4 κιλών
• Ιστορικό ανεξήγητου εμβρυϊκού θανάτου
• Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
• Οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη (γονείς ή αδέλφια) ή διαβήτη κύησης
Οι γυναίκες που έχουν αυτούς τους παράγοντες κίνδυνου παρουσιάζουν διαβήτη της κύησης σε ποσοστό πάνω από 15%.
Αν δεν αντιμετωπιστεί, προκαλεί υψηλότερο κίνδυνο προεκλαμψίας και πρόωρου τοκετού και μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική ποσότητα αμνιακού υγρού.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Σύμφωνα με τα καινούρια κριτήρια διάγνωσης και πρόληψης, κάθε γυναίκα πρέπει να ελέγχεται στο πρώτο τρίμηνο της κύησης με έλεγχο σακχάρου νηστείας (ή γλυκοσυλιωμένης αιμοσφαιρίνης).
Εάν το σάκχαρο νηστείας είναι >92 mg/dl (σε δύο διαφορετικές μετρήσεις) στον πρώτο έλεγχο μετά την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης, η έγκυος θεωρείται ότι πάσχει από σαχκαρώδη διαβήτη και πρέπει να συμβουλευτεί άμεσα ενδοκρινολόγο για την έναρξη κατάλληλης αγωγής.
Εάν το σάχκαρο είναι φυσιολογικό στις πρώτες εξετάσεις, γίνεται επανέλεγχος μεταξύ της 24ης και 28ης εβδομάδας της κύησης. H διάγνωση γίνεται με την «καμπύλη σακχάρου», η οποία αφορά την μέτρηση του σακχάρου πριν και μετά την πόση ενός υγρού με μεγάλη περιεκτικότητα σε γλυκόζη, συνήθως 75 ή 100 γραμμαρίων.
Αν παρουσιάσετε διαβήτη της εγκυμοσύνης θα σας συστηθεί να τρώτε περισσότερους υδατάνθρακες βραδείας καύσης, άφθονα φρούτα, λαχανικά και άπαχες πρωτεϊνες για να μειώσετε τα επεξεργασμένα σάκχαρα. Συνιστάται επίσης άσκηση για να μειώνεται το σάκχαρο του αίματος.
Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις στo μωρό είναι:
• Μεγάλη αύξηση του βάρους του νεογνού (σε σχέση με την εβδομάδα κύησης). Τα επίπεδα σακχάρου της μητέρας έχουν άμεση συσχέτιση με το βάρος του μωρού. Μεγαλό ρόλο όμως στο βάρος του εμβρύου παίζει και το βάρος της μητέρας.
• Τα μεγάλα έμβρυα έχουν αυξημένο κίνδυνο για τραυματισμό και ασφυξία κατά τη διάρκεια του φυσιολογικού τοκετού γι’αυτό και συχνά γίνεται επιλεκτική καισαρική τομή.
• Υπογλυκαιμία αμέσως μετά τη γέννηση (λόγω της υπερπαραγωγής ινσουλίνης από το πάγκρεας του νεογνού).
• Ίκτερος και αναπνευστική δυσχέρεια, χαμηλό ασβέστιο και μαγνήσιο αν ο διαβήτης είναι ανεξέλεγκτος.
• Αυξημένη συχνότητα ενδομήτριου και νεογνικού θανάτου σε αρρύθμιστο διαβήτη.
• Αυξημένος κίνδυνος για παιδική και εφηβική παχυσαρκία και ανάπτυξη διαβήτη στην ενήλικο ζωή.
Είναι απαραίτητος λοιπόν ο διαρκής επανέλεγχος μιας γυναίκας με ιστορικό, όχι μόνο αμέσως μετά την κύηση αλλά και σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Πηγή