Σάββατο , 28 Δεκέμβριος 2024

Αύξηση βάρους και κήλη: Τι πρέπει να κάνετε για να μειώσετε τις πιθανότητες εμφάνισής της

Με κήλη κοιλιακού τοιχώματος απειλούνται όσοι υπέρβαροι κατά τη διάρκεια των μηνών που διαρκούν τα μέτρα κατά του νέου κορωνοϊού δεν πρόσεξαν το βάρος τους.

Η αύξηση της ποσότητας του φαγητού στο οποίο κατέφυγαν από ανία ή από άγχος, οι ανθυγιεινές επιλογές μπροστά στην τηλεόραση και η σημαντική μείωση των καύσεων, λόγω έλλειψης άσκησης, έχει οδηγήσει ορισμένους σε αύξηση του σωματικού τους βάρους, και συνεπώς σε αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση προβλημάτων που σχετίζονται με αυτή. Τα παχύσαρκα, πλέον, άτομα δέχονται αυξημένη πίεση στην κοιλιακή χώρα, καθιστώντας τα τοιχώματά της πιο αδύναμα και πιο επιρρεπή σε κήλη.

«Οι κήλες εμφανίζονται όταν ένα όργανο σπρώχνει έναν αδύναμο ιστό και αυτός, μη αντέχοντας την πίεση, υποχωρεί. Η συγκεκριμένη πάθηση εμφανίζεται συχνότερα σε διάφορες θέσεις της κοιλιακής περιοχής. Η παρουσία της γίνεται αντιληπτή από τη δημιουργία μιας διόγκωσης σε κάποιο σημείο, η οποία συνήθως προκαλεί πόνο σε ορισμένες κινήσεις. Με την πάροδο του χρόνου αυτή η διόγκωση μπορεί να αυξηθεί σε μέγεθος και τελικά να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση για να αποκατασταθούν οι εξασθενημένοι ιστοί και να προστατευτούν τα εσωτερικά όργανα» μας εξηγεί ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος, ιδρυτικό μέλος και πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής, Ερευνητής & Διδάσκων στο εργαστήριο Βιοπληροφορικής & ανθρώπινης ηλεκτροφυσιολογίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (www.axiarchos.gr).

Οι συνηθέστεροι λόγοι εμφάνισης της κήλης είναι η άρση βαρέων αντικειμένων, ο επίμονος βήχας, η έντονη προσπάθεια κένωσης του εντέρου και τα πολλά επιπλέον κιλά.

Ποιοι, όμως, κρίνονται ως παχύσαρκοι;

«Ως παχύσαρκοι χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι που έχουν δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερο ή ίσο με 30 kg/m2. Από νοσογόνο παχυσαρκία πάσχουν όσοι έχουν ΔΜΣ μεγαλύτερο ή ίσο με 40 kg/m2. Με την ασθένεια να έχει αποκτήσει επιδημικές διαστάσεις και τις δυσοίωνες προβλέψεις για την αύξησή της ειδικά σε νεαρά άτομα, είναι άκρως απαραίτητο κάθε ασθενής να λάβει μέτρα γρήγορα, προκειμένου να αποφύγει τον κλονισμό της υγείας του», επισημαίνει ο Δρ. Ξιάρχος, Δ/ντης Χειρουργικής Κλινικής Ομίλου Ιατρικό, Ιατρικό Περιστερίου.

Η παχυσαρκία συγκαταλέγεται στους παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη πρωτογενούς αλλά και μετεγχειρητικής κήλης. Επίσης, στα παχύσαρκα άτομα είναι πιο πιθανό να παρουσιαστούν τόσο προεγχειρητικές επιπλοκές, π.χ. απόφραξη ή στραγγαλισμός, όσο και μετεγχειρητικές, π.χ. προβλήματα επούλωσης. Είναι δε πιθανότερο να έχουν συννοσηρότητες, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις και σακχαρώδη διαβήτη, οι οποίες καθιστούν δυσκολότερη την αποκατάσταση της κήλης.

Ειδικότερα, για το θέμα έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές μελέτες, οι οποίες εντόπισαν τον συσχετισμό της παχυσαρκίας και των κηλών κοιλιακού τοιχώματος. Για παράδειγμα, σε μια μελέτη στην οποία συμπεριλήφθηκαν στοιχεία 26.268 ασθενών επιβεβαιώθηκε ότι όσο υψηλότερος είναι ο ΔΜΣ τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος εμφάνισης κοιλιοκήλης.

Μάλιστα, όταν είναι μεγαλύτερος από 40 υπάρχει και αυξημένος κίνδυνος περίσφιξης. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις βουβωνοκήλες, αφού, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, η παχυσαρκία δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου. Στην πραγματικότητα, όμως, η πραγματική επίπτωση των κηλών στη βουβωνική χώρα σε αυτήν την πληθυσμιακή ομάδα δεν μπορεί να προσδιοριστεί, καθώς μια μικρή κήλη σε έναν ασθενή με ΔΜΣ 20 kg/m2 θα δημιουργήσει σημαντικά διαφορετική διόγκωση από ότι σε έναν ασθενή με ΔΜΣ 40 kg/m2. Έτσι, οι ασθενείς με υψηλότερο ΔΜΣ μπορεί να μην την αντιληφθούν και επομένως να μην αναζητούν ιατρική βοήθεια, αλλά να το πράττουν όταν έχει ήδη παρουσιαστεί κάποια επιπλοκή.

Η παχυσαρκία είναι επίσης παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη μετεγχειρητικών κηλών. Σε μια κλινική δοκιμή, ο R. Veljkovic, και οι συνεργάτες του από την Κλινική Κοιλιακής, Ενδοκρινικής Χειρουργικής και Μεταμοσχεύσεων, του Κλινικού Κέντρου της Βοϊβοντίνα, στη Σερβία, ανέλυσαν τους πιθανούς προγνωστικούς παράγοντες της ανάπτυξης μετεγχειρητικών κηλών ανθρώπων που είχαν υποβληθεί σε λαπαροτομία. Εξετάζοντας 700 περιπτώσεις, παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση με τον ΔΜΣ. Η επίπτωση των μετεγχειρητικών κηλών σε άτομα με ΔΜΣ κάτω από 24,4 kg/m2 ήταν 7,8%, αλλά έφτασε το 18,8% όταν ο ΔΜΣ ήταν μεγαλύτερος από 24,4 kg/m2. Ομοίως, έχουν διεξαχθεί μελέτες που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η παχυσαρκία είναι πιθανότερο να οδηγήσει τους ασθενείς με αποκατεστημένη μετεγχειρητική κήλη ξανά στο χειρουργείο.

Παχυσαρκία και επιπλοκές

Επίσης, πολλές μελέτες δείχνουν ότι η παχυσαρκία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για επιπλοκές. Από μια ανάλυση της σχέσης μεταξύ ΔΜΣ και μετεγχειρητικών επιπλοκών σε 102.191 ασθενείς παρατηρήθηκε ότι ο κίνδυνος επιπλοκών για τους ασθενείς με ΔΜΣ πάνω από 40 kg/m2 ήταν υψηλότερος. Η πιο συχνή επιπλοκή ήταν η μόλυνση της τομής. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να οφείλεται στο λίπος που εκτίθεται στο περιβάλλον και τους πιθανούς ρύπους κατά τη διάρκεια ανοικτής χειρουργικής επέμβασης.

Όμως, η λαπαροσκοπική προσέγγιση μειώνει το εκτεθειμένο λίπος και μειώνει τη συχνότητα εμφάνισης μόλυνσης της τομής. Αυτό διαπίστωσαν και ερευνητές μετά από εξέταση στοιχείων 12.000 ασθενών. Παρατήρησαν ότι ο αριθμός των ασθενών με μόλυνση της τομής ήταν σημαντικά χαμηλότερος με τη λαπαροσκόπηση σε σύγκριση με την ανοιχτή προσέγγιση σε ασθενείς με ΔΜΣ άνω των 30. Όσοι χειρουργήθηκαν δε λαπαροσκοπικά είχαν καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά την ανάγκη μετάγγισης αίματος και τη διάρκεια της παραμονής στο νοσοκομείο. Έχει αποδειχθεί επίσης ότι η λαπαροσκοπική προσέγγιση με χρήση διπλού πλέγματος μειώνει γενικά τις υποτροπές, με το ποσοστό να μην υπερβαίνει το 2%.

kili kai lipos

Καραντίνα και αύξηση βάρους 

«Οι άνθρωποι έχουν ολοένα λιγότερο χρόνο και διάθεση για να ασχοληθούν με τον εαυτό τους και γι’ αυτό ο επιπολασμός της σοβαρής παχυσαρκίας αυξάνεται εκθετικά. Όσοι αυτό το διάστημα της καραντίνας αφέθηκαν και πάχυναν, καλό είναι, τώρα που τα μέτρα άρχισαν να χαλαρώνουν, να ασκούνται περισσότερο και να προσέχουν τη διατροφή τους, ώστε να χάσουν βάρος και να μειώσουν την πιθανότητα εμφάνισης κήλης», καταλήγει ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος.

 


Πηγή