Όχι μόνο το χρώμα των ματιών και τα χαρακτηριστικά του προσώπου, αλλά ακόμα και οι φόβοι είναι ένα στοιχείο, που μπορεί να κληροδοτηθεί από τους γονείς στα παιδιά, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Εναργέστερα, οι μελέτες του φόβου σε ζώα, όπως τα ποντίκια, έχουν δείξει, ότι ο φόβος μπορεί να κληροδοτηθεί επιλεκτικά στις επόμενες γενιές. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται, ότι οι πληροφορίες που προέρχονται από τις παρελθούσες αρνητικές εμπειρίες των γονέων, καταγράφονται και απομνημονεύονται αυτόματα στις αρχέγονες δομές του εγκεφάλου των παιδιών τους, με τη λογική, ότι στο μέλλον μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες για την επιβίωση τους.
Ο φόβος είναι πράγματι ένα συναίσθημα, μια σιωπηλή μνήμη, που κάνει τα άτομα να αντιδρούν ενστικτωδώς μπροστά στην επερχόμενη απειλή ή τον κίνδυνο. Η υπολειτουργία των GABA και των σεροτονινεργικών υποδοχέων, έχει ενοχοποιηθεί στο παρελθόν για την ανάδυση των φοβιών και του άγχους στον άνθρωπο.
Επίσης, αρκετές μελέτες σε μονοζυγωτικά δίδυμα έχουν αποδείξει, ότι η τάση του ανθρώπου προς τον φόβο και το άγχος είναι ένα κληρονομικό γνώρισμα. Μολαταύτα, γίνεται κατανοητό, ότι ο φόβος και το άγχος επηρεάζονται από πολλά γονίδια και πως δεν υπάρχει ένα και μοναδικό «γονίδιο του φόβου», το οποίο να κληρονομείται από τη μία γενιά στην άλλη. Μάλιστα, οι ειδικοί τονίζουν ότι ο βαθμός, στον οποίο ένα παιδί θα επηρεαστεί από αυτή του την κληρονομική προδιάθεση εξαρτάται και από τις εμπειρίες που αποκομίζει από το περιβάλλον του.
Στο επίπεδο αυτό, εντοπίζεται μία συμπληρωματική θεωρία, που λέει, ότι οι φόβοι δεν μεταφέρονται μέσω της κληρονομικότητας από γενιά σε γενιά, αλλά μέσω της μάθησης από το οικογενειακό περιβάλλον ενός ατόμου. Στις περιπτώσεις αυτές, η γονεική συμπεριφορά και το στυλ ανατροφής των παιδιών είναι καθοριστικής σημασίας. Είτε πρόκειται για έναν υπερπροστατευτικό είτε για έναν άκρως περιοριστικό γονέα, το σίγουρο είναι ότι με τη συμπεριφορά του αναμένεται να δημιουργήσει στο παιδί του συναισθήματα ανασφάλειας και φόβου μπροστά στο οτιδήποτε καινούριο.
Τέλος, ορισμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν, ότι κάποια παιδιά γεννιούνται με μια πιο συνεσταλμένη και επιφυλακτική ιδιοσυγκρασία και ότι το γεγονός αυτό τα καθιστά πιο επιρρεπή στην εκδήλωση μίας συναισθηματικής ή αγχώδους διαταραχής στο μέλλον.
Ολοκληρώνοντας, ένας από τους πιο συνηθισμένους και φυσιολογικούς φόβους της παιδικής ηλικίας, είναι ο φόβος του αποχωρισμού από τους γονείς. Στη συνέχεια ακολουθεί, ο φόβος για το σκοτάδι και για τα έντομα. Οι ειδικοί ισχυρίζονται, ότι οι παιδικές φοβίες έχουν ιδιαίτερα λειτουργική αξία, διότι κρατούν τα παιδιά μακριά από την ανάληψη κινδύνων, όπως είναι για παράδειγμα το άγγιγμα μίας καυτής σόμπας. Όμως, σε αντίθετη περίπτωση, όπου δηλαδή το στρες και ο φόβος ενυπάρχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό στη ζωή ενός παιδιού, τότε μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα του να ζήσει φυσιολογικά -να πάει στο σχολείο, να κοιμηθεί στο σπίτι ενός φίλου του, να μάθει να κολυμπάει-, και επομένως, να το οδηγήσουν στην εκδήλωση κάποιας ψυχικής ασθένειας. Μέχρι σήμερα, η γνωσιακή συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία έχει αναδειχθεί ως η πιο αποτελεσματική προσέγγιση στον τομέα της αντιμετώπισης των αγχωδών και φοβικών διαταραχών στα παιδιά.
Συμβουλές για τους γονείς:
• Μην παραμελείτε τις ακραίες συμπεριφορικές και συναισθηματικές αντιδράσεις του παιδιού σας.
• Ρωτήστε το παιδί σας για τους φόβους του και προσπαθήστε να καταλάβετε τι το αναστατώνει πραγματικά.
• Μην παραβλέπετέ ποτέ τους φόβους του παιδιού σας, σε οποιοδήποτε ηλικιακό στάδιο κι αν βρίσκεται.
• Προσπαθήστε να του διδάξετε ορισμένες τεχνικές, έτσι ώστε να αποσπά την προσοχή του και να χαλαρώνει όταν νιώθει φόβο (π.χ., να ανακαλεί ένα τραγούδι ή ένα «δικό σας» σύνθημα).
Μαρίνα Μόσχα
Ψυχοθεραπεύτρια, Συνεργάτης του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας του Θάνου Ασκητή
Πηγή