Ανησυχητικά στοιχεία για την παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα
Ανησυχία προκαλούν τα στοιχεία ερευνών για την παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα, καθώς -σύμφωνα με τους ειδικούς- τα τελευταία 10 χρόνια καταγράφονται αυξητικές τάσεις, με το ποσοστό των παιδιών άνω του φυσιολογικού βάρους να αγγίζει το 50%, φέροντας τη χώρα μας στην πρώτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Το πρόβλημα οξύνθηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αφού σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρίας Παχυσαρκίας Ευθύμιο Καπάνταη, καταναλώνουμε «φθηνή και κακή τροφή».
«Η κρίση παχαίνει τα παιδιά», υπογράμμισε ο ίδιος και ανέφερε ότι οι Έλληνες δεν ασχολούνται με το φαγητό, δεν υπάρχει οργάνωση, και έχουμε απομακρυνθεί από την μεσογειακή διατροφή που περιλαμβάνει όσπρια, φρούτα, λαχανικά, ψάρια, και -όπως χαρακτηριστικά ανέφερε- αντί με τα ίδια χρήματα να επιλέγουμε φακές προτιμάμε τα μακαρόνια που είναι παχυντικά.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας, που παρουσιάστηκαν σήμερα από την Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας, με αφορμή τον εορτασμό της 11ης Οκτωβρίου ως Παγκόσμιας Ημέρας κατά της Παχυσαρκίας και η οποία διεξήχθη πανελλαδικά σε σύνολο 5.682 παιδιών, το 48% των παιδιών ηλικίας 7 ετών και το 54% των παιδιών ηλικίας 9 ετών, είχαν βάρος παραπάνω του κανονικού. Ποσοστό υψηλότερο απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, που συμμετείχαν στη μελέτη.
Απογοητευτικά είναι τα στοιχεία και για την επίδραση του σχολικού περιβάλλοντος στην παιδική παχυσαρκία, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, στην οποία συμμετείχε και η χώρα μας. Από την έρευνα αναδεικνύεται ότι το διατροφικό περιβάλλον των δημοτικών σχολείων αποτελεί έναν σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα σε ό,τι αφορά το αυξημένο ποσοστό εμφάνισης παιδικής παχυσαρκίας.
Πιο συγκεκριμένα:
– Μόνο το 12% των δημοτικών σχολείων διαθέτουν στους μαθητές φρέσκα φρούτα, ποσοστό πολύ χαμηλό, όταν το υψηλότερο 95% το κατέχει η Σλοβενία.
– Φρέσκα λαχανικά διατίθενται μόνο στο 5% των ελληνικών δημοτικών, ενώ ο μέσος όρος των υπολοίπων χωρών φθάνει το 38%.
– Γάλα διατίθεται μόνο στο 18% των δημοτικών, τη στιγμή που το υψηλότερο ποσοστό αγγίζει το 95% στην Πορτογαλία και Νορβηγία και τον μέσο όρο να κυμαίνεται στο 58%.
– Γιαούρτι διατίθεται μόνο στο 5% των δημοτικών, με το αντίστοιχο ποσοστό στις άλλες χώρες να κυμαίνεται από 14% έως το υψηλότερο ποσοστό 70% που κατέχει η Λιθουανία.
Η έρευνα καταγράφει επίσης την απουσία παρεμβάσεων που αποσκοπούν στην προώθηση ενός ενεργού και υγιεινού τρόπου ζωής στα ελληνικά δημοτικά, αφού σχετικά προγράμματα υλοποιούνται σε λιγότερα από τα μισά (42%) σχολεία, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται στο 81%, και με ποσοστό πάνω από 90% για χώρες όπως η Πορτογαλία, Ιρλανδία και η Λετονία.
Στις άμεσες και απώτερες επιπτώσεις της παιδικής παχυσαρκίας στην υγεία αναφέρθηκε η Μαρίνα Καραβανάκη-Καρανάσιου, μέλος του ΔΣ της ΕΙΕΠ, τονίζοντας πως όσο παρατείνεται το διάστημα παχυσαρκίας σε νεαρή ηλικία, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα εμφάνισης συννοσηροτήτων της πολυπαραγοντικής αυτής νόσου στην ενήλικη ζωή.
Στη σημερινή εκδήλωση παρουσιάστηκε και το βραβευμένο πρόγραμμα παρέμβασης «Μέτρο, Ποικιλία/ Κίνηση, Ευεξία», που απευθύνεται σε μαθητές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, δασκάλους και γονείς, με σκοπό να τους διδάξει τη σημασία της ισορροπημένης διατροφής και της σωματικής δραστηριότητας, προκειμένου να αναπτύξουν τις σωστές συνήθειες που θα τα συνοδεύουν στην υπόλοιπη ζωή τους.
Η ψηφιακή πλατφόρμα του προγράμματος είναι: www.nutritionactivityprogram.gr. Το πρόγραμμα φέρει την έγκριση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής και έχει σχεδιασθεί και υλοποιείται από το «Βιωματικό Σχολείο», το εκπαιδευτικό τμήμα της ΜΚΟ QualityNet Foundation, με την επιστημονική επιμέλεια και καθοδήγηση της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας Παχυσαρκίας, της Μονάδας Ενδοκρινολογίας, Σακχαρώδη Διαβήτη και Μεταβολισμού του Αρεταίειου Νοσοκομείου και του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτελεί συνέχεια του προγράμματος «Μέτρο, Ποικιλία Ισορροπία», που εφαρμόστηκε από το 2007 μέχρι το 2014, υπό την αιγίδα των υπουργείων Υγείας και Παιδείας και την επιστημονική επιμέλεια του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, στο οποίο έλαβαν μέρος περισσότεροι από 90.000 μαθητές, σε πάνω από 4.800 σχολικά τμήματα.