Η ταινία “Logan”, η τελευταία με πρωταγωνιστή τον σούπερ ήρωα Wolverine, βγαίνει στις αίθουσες και εγείρει το μεγάλο ερώτημα κατά πόσο είναι κατάλληλη να την παρακολουθήσουν παιδιά ή όχι. Στην πραγματικότητα αυτό είναι ένα ερώτημα που αφορά σε όλες τις ταινίες δράσης και όσες είναι βασισμένες σε σούπερ ήρωες – που δεν είναι καθόλου λίγες.
Το Deadpool (2016) ήταν η πρώτη ταινία της σειράς ταινιών X-Men, που τα παιδιά μέχρι 17 ετών μπορούσαν να την παρακολουθήσουν μόνο με τη συνοδεία κάποιου ενήλικα. Για το “Logan” ισχύει ακριβώς το ίδιο. Είναι ενδεικτικό ότι η Alamo Drafthouse -μια αλυσίδα κινηματογράφων στην Αμερική που προσπαθεί να κάνει πιο ενδιαφέρουσα την κινηματογραφική εμπειρία με ειδικές εκδηλώσεις και που είναι πολύ δυναμική στο θέμα της ενημέρωσης των γονιών για την καταλληλότητα των ταινιών- στην επίσημη σελίδα της στο twitter ενημερώνει τους γονείς ότι το “Logan” δεν είναι μια τυπική ταινία με σούπερ ήρωες, κρίνεται ακατάλληλη για ανηλίκους έως 17 ετών χωρίς συνοδεία κάποιου ενήλικα, περιέχει υπερβολική και ωμή βία και εν κατακλείδι δεν τη συστήνουν για παιδιά.
Αν κρίνετε το “Logan” με βάση το τρέιλερ που κυκλοφορεί με φόντο την πράσινη οθόνη και έχει εγκριθεί για το κοινό όλων των ηλικιών, ίσως συμπεράνετε ότι η ταινία περιέχει το ίδιο ποσοστό βίας με τις άλλες ταινίες X-Men και ότι πιθανά μπορούν να την παρακολουθήσουν τα παιδιά σας. Αν, όμως, παρακολουθήσετε το τρέιλερ με φόντο την κόκκινη οθόνη, που έχει εγκριθεί μόνο για περιορισμένο κοινό, μπορείτε πολύ εύκολα να καταλάβετε ότι υπάρχουν εμφανείς διαφορές σε σχέση με το πρώτο: η βία είναι πιο ωμή, οι σκηνές πιο σκληρές και όλο έχει μια καθαρά ενήλικη χροιά. Κάτι που ίσως να μην είναι ευρέως γνωστό είναι πως η κόκκινη ένδειξη σε κάποιο τρέιλερ σημαίνει ότι μπορεί να περιέχει περισσότερη βία, πιο σκληρή γλώσσα, χρήση ναρκωτικών ουσιών, γυμνές σκηνές, και ότι η ταινία απευθύνεται σαφώς σε ένα πιο ώριμο κοινό.
Η παρακολούθηση ταινιών που εμπεριέχουν βία, από παιδιά, είναι ένα θέμα αρκετά σύνθετο. Καταρχάς πρέπει να λάβουμε υπ’όψιν μας την ηλικία του παιδιού. Πολύ διαφορετικά εκλαμβάνει ένα παιδί κάτι στα 10, στα 13 και στα 16, και πολύ διαφορετική είναι και η αντίδρασή του. Κάτι άλλο σημαντικό είναι ότι η βία δεν αποτυπώνεται σε όλες τις ταινίες με τον ίδιο τρόπο: διαφέρει ο βαθμός, η αληθοφάνεια, το μέγεθος, η ένταση, η σκληρότητα. Ο κάθε γονιός οφείλει να είναι πλήρως ενημερωμένος τόσο για τους ηλικιακούς περιορισμούς της εκάστοτε ταινίας όσο και για το περιεχόμενό της και τα θέματα που θίγει. Αν το παιδί του μπορεί να την παρακολουθήσει μόνο εάν εκείνος το συνοδεύσει, είναι δική του απόφαση το τι θα κάνει και μαζί παίρνει και την ευθύνη. Θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος για κάθε πιθανή ερώτηση που εύλογα θα του θέσει το παιδί και να είναι σε θέση να του εξηγήσει, έχοντας επίγνωση ότι μιλά με ένα παιδί και όχι με έναν ενήλικα. Επίσης πρέπει να είναι έτοιμος για την επιρροή που είναι σίγουρο ότι θα ασκήσει μια ταινία βίας στο παιδί, που μπορεί να σημαίνει θαυμασμό, δέος, ενθουσιασμό αλλά και φόβο, ενόχληση, απέχθεια, σύγχυση. Η συζήτηση μετά το τέλος της ταινίας κρίνεται όχι απλά βοηθητική αλλά απαραίτητη. Διαφορετικά, οι παρερμηνείες μπορεί να είναι πολλές και τα μηνύματα που εισέπραξε το παιδί από την ταινία συγκεχυμένα.
Κάτι άλλο που παίζει καθοριστικό ρόλο είναι ο πλούτος των ερεθισμάτων και οι εναλλακτικές που πρέπει ο γονιός να παρέχει στο παιδί. Δε μπορεί να του απαγορεύσει εξ’ολοκλήρου να βλέπει ταινίες δράσης, δεδομένου ότι αποτελούν μέρος της σύγχρονης κουλτούρας και μια πιθανή απαγόρευση μπορεί να σήμαινε αποκλεισμό από την ομάδα των συνομηλίκων και αίσθηση μειονεξίας του παιδιού. Αυτό που μπορεί όμως να κάνει είναι να το φέρει σε επαφή και με άλλα είδη κινηματογράφου, ταινίες δραματικές αλλά και κωμικές, που το βάζουν στη διαδικασία να δει και μια άλλη οπτική στα πράγματα, να προβληματιστεί, να συγκινηθεί, να γνωρίσει και μια άλλη αισθητική. Αυτή η εξοικείωση θα το βοηθήσει να αναπτύξει κριτική σκέψη και να καταλάβει μεγαλώνοντας τι του ταιριάζει περισσότερο και γιατί, αλλά και τι προσφέρει το κάθε τι.
Φυσικά όλα τα παραπάνω ισχύουν για ηλικίες από 13 και πάνω, όπου το παιδί έχει αναπτύξει μια σχετική ωριμότητα, έχει εισπράξει πολλαπλά ερεθίσματα και είναι περισσότερο σε θέση να διαχειριστεί τα όσα βλέπει. Ακόμα, όμως, και σε αυτή την περίπτωση, η εμπλοκή του γονιού και ο διάλογος με το παιδί είναι καταλυτικής σημασίας.
Όταν μιλάμε για ηλικίες μέχρι 13, τα πράγματα είναι διαφορετικά και ο γονιός οφείλει να βάλει αυστηρά όρια στο παιδί, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό κάποιες φορές. Παρότι θεωρητικά μπορεί να επιτρέπεται ένα παιδί σε αυτές τις ηλικίες να δει μια βίαιη ταινία με τη συνοδεία του γονιού του, αυτή δεν αρκεί για να το αποτρέψει από το να καταλάβει λάθος, να τρομάξει και να επηρεαστεί με έναν τρόπο που δε θα είναι σε θέση να διαχειριστεί. Τα παιδιά στην εποχή μας εκτίθενται σε βίαιες εικόνες από πολύ μικρή ηλικία, μέσω του ίντερνετ, των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, των κινουμένων σχεδίων. Είναι μια ολόκληρη κουλτούρα που προωθεί και εξαίρει τη βία, παρουσιάζοντάς τη ως θάρρος, τόλμη, γενναιότητα, δύναμη,”μαγκιά”. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να είναι πλήρως εξοικειωμένα με κάθε μορφής βία και να μη σοκάρονται εύκολα.
Το να παρακολουθούν λοιπόν ταινίες βίας, που ουσιαστικά απευθύνονται σε ενήλικες, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ενισχύσει αυτή την εξοικείωση και να τα οδηγήσει σε ανοσία και αναισθησία απέναντι σε εκδηλώσεις βίας, κάτι που μπορεί να είναι εξαιρετικά επικίνδυνο γι’αυτά και καταστροφικό για την εξέλιξή τους.
Εν κατακλείδι, το θέμα της παρακολούθησης ταινιών βίας αλλά και γενικότερα της επαφής των παιδιών με ο,τιδήποτε έχει βίαιο περιεχόμενο, έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από ότι του έχει δοθεί. Οι επιπτώσεις στο παιδί είναι πολύ βαθύτερες από όσο νομίζουμε ή από όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Κι αυτό οφείλουμε να το λάβουμε πολύ σοβαρά υπ’όψιν μας.
Λέκκα Φοίβη
Κοινωνική Ψυχολόγος, Θεραπεύτρια Οικογένειας&Ζεύγους
Πηγή