H νόσος Fabry, πρωτοπεριγράφηκε το 1898 συγχρόνως από δύο δερματολόγους, τον Johannes Fabry στη Γερμανία και τον William Anderson στην Αγγλία.
Πρόκειται για εξαιρετικά σπάνια νόσο, περιπτώσεις της οποίας έχουν περιγραφεί σε όλες τις εθνότητες, με συχνότητα εμφάνισης ένα περιστατικό σε κάθε 117.0003 γεννήσεις ή ένας στους 40.000 ή στους 60.000 άνδρες. Η νόσος του Fabry οφείλεται σε ανεπαρκή δραστικότητα του λυσοσωμικού ενζύμου α-γαλακτοζιδάση Α λόγω ανωμαλιών του υπεύθυνου γονιδίου GLA, το οποίο ελέγχει τη σύνθεσή του, που έχει ας αποτέλεσμα άθροιση γλυκοσφιγγολιπιδίων και κυρίως ενός κεραμιδοτριεξοζιδίου στα λυσοσώματα των ιστών. Κληρονομείται με υπολειπόμενο φυλοσύνδετο γονίδιο (Xq22).
Οι κλινικές εκδηλώσεις της νόσου του Fabry παρουσιάζουν χρονική εξέλιξη, δεδομένου ότι τα γλυκοσφιγγολιπίδια συσσωρεύονται από την παιδική ηλικία και επηρεάζουν σε διαφορετικό βαθμό τα διάφορα όργανα, ανάλογα με το χρόνο.
Εκδηλώνεται συνήθως μετά τα 10 χρόνια ζωής με βλάβες του δέρματος, κυρίως στην περιομφαλική και περιγεννητική περιοχή, όπως διάχυτο αγγειοκεράτωμα (βλατιδώδεις αγγειακές βλάβες με ποικίλου βαθμού υπερκεράτωση) και τηλαγγειεκτάσεις, επεισόδια έντονου άλγους και παραισθησιών στα άκρα χέρια και πόδια, μειωμένη εφίδρωση, πυρετό και διαταραχές από τους οφθαλμούς (τηλαγγειεκτασική επιπεφυκίτιδα, θολερότητα κερατοειδούς, καταρράκτης). Αργότερα εμφανίζονται συμπτώματα από το κυκλοφορικό (καρδιακή αρρυθμία, στηθάγχη, έμφραγμα, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια), το ουροποιητικό (λευκωματουρία, υπέρταση, νεφρική ανεπάρκεια) και το ΚΝΣ (εγκεφαλικό αγγειακό επεισόδιο). Τα ετεροζυγωτικά θήλεα συνήθως είναι ασυμπτωματικά, σπάνια όμως μπορεί να παρουσιάσουν μεμονωμένες εκδηλώσεις, π.χ. θολερότητα του κερατοειδούς, αγγειοκεράτωμα του δέρματος και ακόμη σπανιότερα βαριά κλινική εικόνα.
Η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί πλέον τον πρωταρχικό στόχο στη διαχείριση της νόσου του Fabry, καθώς η δυνατότητα αποτελεσματικής θεραπείας μπορεί να προλάβει την εξέλιξη αλλά και να μεταβάλλει την πορεία της νόσου. Παρά την πρώιμη εμφάνιση αρκετών χαρακτηριστικών συμπτωμάτων, η μέση ηλικία διάγνωσης της νόσου του Fabry είναι το 29ο έτος της ηλικίας. Η κλινική διάγνωση βασίζεται κυρίως στην κατάδειξη των χαρακτηριστικών δερματικών αλλοιώσεων και τη διαπίστωση των δυστροφιών του κερατοειδούς χιτώνα των οφθαλμών με τη χρήση της σχισμοειδούς λυχνίας. Υποϊδρωσία, υποτροπιάζοντα επεισόδια πυρετού και ακροπαραισθησιών, άτυπα κοιλιακά άλγη και συχνά επεισόδια διαρροιών είναι τα συνηθέστερα συνυπάρχοντα συμπτώματα. Χαρακτηριστικά ιστολογικά ευρήματα, όπως η συσσώρευση γλυκοσφιγγολιπιδίων στα επιθηλιακά νεφρικά κύτταρα και στα ενδοθηλιακά και τα λεία μυϊκά κύτταρα του τοιχώματος των αγγείων, ενισχύουν τη διάγνωση της νόσου.
Η διάγνωση επιβεβαιώνεται βιοχημικά με την εκτίμηση της δραστικότητας του ενζύμου α-γαλακτοζιδάσης Α στο πλάσμα, στον ορό ή στα λευκά αιμοσφαίρια. Τέλος, η ανάδειξη της ειδικής μετάλλαξης του γονιδίου GLA παρέχει τη δυνατότητα μελέτης της συσχέτισης μεταξύ γονότυπου και φαινότυπου, αλλά και την αναγνώριση ετεροζυγωτών φορέων καθώς και των άτυπων παραλλαγών με ιδιαίτερη κλινική έκφραση. Οι ετεροζυγώτες μπορούν να αναγνωριστούν προγεννητικά, προσδιορίζοντας τη δραστικότητα της α-γαλακτοζιδάσης στις χορειακές λάχνες (9η–10η εβδομάδα κύησης) ή σε καλλιέργεια αμνιακών κυττάρων (15η εβδομάδα κύησης), ενώ συγχρόνως είναι δυνατός ο καθορισμός και του τύπου της μετάλλαξης
Η θεραπεία είναι κυρίως συμπτωματική. Σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια γίνεται μεταμόσχευση νεφρού. Σε μερικούς ασθενείς έχει επιχειρηθεί μεταμόσχευση μυελού των οστών ή εμβρυϊκού ήπατος με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Σήμερα, μέσω της ανάπτυξης της τεχνολογίας του ανασυνδυασμένου DNA, παρέχεται η δυνατότητα ενζυμικής θεραπείας υποκατάστασης. Η ενζυμική θεραπεία υποκατάστασης προστατεύει τον ασθενή από περαιτέρω συσσώρευση, ενώ συγχρόνως παρέχει τη δυνατότητα κάθαρσης του ήδη συσσωρευμένου υποστρώματος. Η χορήγηση του ενζύμου σε ασθενείς με ΤΣΧΝΑ ή μεταμόσχευση νεφρού, καθώς επίσης σε γυναίκες φορείς αλλά και σε παιδιά πριν από την εμφάνιση συμπτωμάτων, αποτελεί πεδίο έρευνας. Οι ασθενείς συνήθως καταλήγουν στην 2η-5η δεκαετία της ζωής από νεφρική ή καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικά αγγειακά επεισόδια.
Πηγή: mothersblog.gr