Το βάρος ενός μωρού τη στιγμή της γέννησης καθορίζεται σε ένα βαθμό –γύρω στο 15%– και από ορισμένα γονίδια του, τα οποία επίσης εμπλέκονται στον αυξημένο κίνδυνο για διάφορες παθήσεις αργότερα στη ζωή του, όπως η καρδιοπάθεια ή ο διαβήτης τύπου 2.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια νέα μεγάλη διεθνής επιστημονική έρευνα, με συμμετοχή και Ελλήνων επιστημόνων, σύμφωνα με την οποία δεν είναι μόνο οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η διατροφή του εμβρύου στη μήτρα κατά τηνεγκυμοσύνη, που επηρεάζουν το βάρος του μωρού και ταυτόχρονα τον κίνδυνο για διάφορες ασθένειες.
Οι ερευνητές από 17 χώρες, με επικεφαλής τον Μαρκ ΜακΚάρθι του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Nature, ανέλυσαν γενετικά δεδομένα από περίπου 153.000 ανθρώπους, τα οποία είχαν συλλεχθεί στο πλαίσιο 37 προηγούμενων μελετών. Η νέα έρευνα κατέληξε στην εκτίμηση ότι οι διαφορές στο βάρος των μωρών κατά τη γέννα οφείλονται κατά το ένα έκτο περίπου (15%) σε γενετικούς παράγοντες, πολλοί από τους οποίους είναι οι ίδιοι που αποτελούν παράγοντες κινδύνου για μελλοντικές ασθένειες.
Οι ερευνητές εντόπισαν 60 περιοχές του γονιδιώματος που επηρεάζουν περισσότερο από τις άλλες το βάρος του μωρού. Διαπίστωσαν επίσης ότι ο κίνδυνος υπέρτασης, διαβήτη τύπου 2 και στεφανιαίας νόσου συνδέεται γενετικά με το χαμηλό βάρος κατά τον τοκετό. Το μεγάλο βάρος στη γέννα σχετίζεται με μεγαλύτερη πιθανότητα παχυσαρκίας αργότερα.
Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν οι Ιωάννα Ντάλλα (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και Πανεπιστήμιο Queen Mary Λονδίνου), Βασιλική Λαγού (Πανεπιστήμιο Οξφόρδης), Καλλιόπη Πανουτσοπούλου (Wellcome Trust Sanger Institute), Ελευθερία Ζεγκίνη (Wellcome Trust Sanger Institute) και Γιώργος Δεδούσης (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο).
Πηγή: onmed.gr