O Αμπελώνας της Κέρκυρας, εκτός από καλό κρασί, σερβίρει παραδοσιακές συνταγές του νησιού, κάνοντας διάσημες σε όλο τον κόσμο τις κανκιόφολες, έναν νόστιμο βολβό από μια ποικιλία ηλιοτρόπιου.
Στην Κέρκυρα, ανάμεσα στον οικισμό Κομπίτσι και τα Καρουμπάτικα, πέντε με έξι χιλιόμετρα έξω από την πόλη στον δρόμο για τον Πέλεκα, υπάρχει ένας αμπελώνας που μοιάζει με σκηνικό από ρομαντική κομεντί του Χόλιγουντ. Ένας επίγειος παράδεισος γεμάτος αμπέλια, κελάρια με κρασί, βαρέλια, οινοποιείο και μια κουζίνα που αποθεώνει τις άγνωστες παραδοσιακές συνταγές της Κέρκυρας.
Το κτήμα θυμίζει Τοσκάνη, είναι σαν να έχει βγει από σενάριο ταινίας, από αυτά τα ωραία φιλμ που αφηγούνται την ιστορία κάποιου, ο οποίος αφήνει τη φρενήρη ζωή του στη Νέα Υόρκη, αποδρά από τον ουρανοξύστη μιας πολυεθνικής εταιρείας στο Μανχάταν και ταξιδεύει στο Γαλλικό Νότο, για να χτίσει μια νέα ζωή σε έναν πανέμορφο αμπελώνα, παράγοντας κρασί, μαγειρεύοντας και ανασαίνοντας έναν άλλο αέρα ελευθερίας μέσα στη φύση.
Από τον αμερικανικό κολοσσό IBM στον Αμπελώνα της Κέρκυρας
Αυτή είναι, άλλωστε, σχεδόν και η ιστορία της Βασιλικής Καρούνου, η οποία αξιοποιώντας την προγονική γη του συντρόφου της στην Κέρκυρα, έφτιαξε μαζί του έναν ξακουστό αμπελώνα που φημίζεται γαστρονομικά για την αυθεντική κερκυραϊκή του κουζίνα.
Η Βασιλική Καρούνου, δουλεύοντας χρόνια στον τομέα της πληροφορικής στον αμερικανικό κολοσσό IBM, επέστρεψε στην Ελλάδα και αφού δούλεψε για λίγα χρόνια σε διάφορα υπουργεία, προσφέροντας υπηρεσίες τεχνολογίας, αποσπάστηκε στην Κέρκυρα όπου ασχολήθηκε για κάποια χρόνια με την τεχνολογική ανάπτυξη του συστήματος υγείας του νησιού. Όταν ο παλιός αμπελώνας που κατείχε η οικογένεια του συντρόφου της από τον 17ο αιώνα έμεινε αναξιοποίητος η Βασιλική αποφάσισε να τον αξιοποιήσει και να του δώσει ξανά τη χαμένη του αίγλη.
«Ο Αμπελώνας ως επιχείρηση, με τη μορφή που έχει σήμερα, ξεκίνησε το 2011», εξηγεί η Βασιλική Καρούνου στο iefimerida. «Οι εγκαταστάσεις προϋπήρχαν από το 2005-06. Υπάρχει ένας απολύτως λειτουργικός αμπελώνας με 15 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης που παράγει κρασί και λάδι. Τα αμπέλια, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια του συζύγου μου, καλλιεργούνταν μέχρι το 1940 και μετά εγκαταλείφθηκαν. Η γη αφέθηκε και έγινε “ζούγκλα”. Το 1999 μια μεγάλη φωτιά που ξέσπασε στην Κέρκυρα, έκαψε τα πάντα. Τότε ήταν που επανήλθε στην οικογένεια η σκέψη να δώσει στον αμπελώνα μια καινούργια ζωή. Έτσι φυτεύτηκαν ξανά τα αμπέλια παράγοντας παραδοσιακές κερκυραϊκές ποικιλίες κρασιού -Κακοτρύγης το λευκό και Σκοπελίτικο το κόκκινο- εμπλουτισμένες κατά 15% με Μοσχάτο. Τα κτίρια φτιάχτηκαν ξανά ακολουθώντας πιστά την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του νησιού και είναι ακριβώς όπως ήταν τα αγροτικά κτίσματα του 17ου αιώνα. Υπάρχουν τρεις χώροι: το παλιό οινοποιείο, το ελαιοτριβείο και ένας χώρος διαφόρων χρήσεων. Το παλιό οινοποιείο χρησιμοποιείται σαν χώρος εκδηλώσεων και φιλοξενεί τη χειμερινή σάλα του εστιατορίου. Ο μεσαίος χώρος έχει τους παλιούς αλεστικούς πέτρινους κυλίνδρους του ελαιοτριβείου, ενώ στον τρίτο χώρο βρίσκεται το μαγαζάκι του Αμπελώνα όπου πωλούνται τα διάφορα προϊόντα που παράγονται εδώ. Σε ένα νέο χώρο που κατασκευάστηκε υπάρχει η κουζίνα, ενώ το καλοκαίρι το εστιατόριο λειτουργεί κάτω από μια μεγάλη πέργκολα πλάι στα αμπέλια».
Πώς ο εγκαταλελειμμένος αμπελώνας του 17ου αιώνα μεταμορφώθηκε σε εστιατόριο
Πώς, όμως μια γυναίκα που δεν είχε καμία σχέση επαγγελματικά ούτε με τη μαγειρική ούτε με τη γη, πήρε την απόφαση να αφήσει τη ζωή σας στην Αμερική και να έρθει στην Κέρκυρα και να ασχοληθεί με το κρασί και τη γαστρονομία; «Δεν ήταν τόσο απότομη η μετάβαση αυτή, έγινε σταδιακά. Από την Αμερική, όπου σπούδασα στη Νέα Υόρκη και την Ιντιάνα και δούλεψα για κάποια χρόνια στην IBM στο Νιου Τζέρσεϊ, ήρθα στην Αθήνα, όπου εργάστηκα σαν σύμβουλος σε θέματα πληροφορικής στα υπουργεία εμπορίου, προεδρίας και υγείας, ενώ παράλληλα ήμουν εξωτερικός ερευνητικός συνεργάτης στο Πολυτεχνείο. Ήμουν περισσότερο εστιασμένη σε θέματα ιατρικής πληροφορικής. Κάποια στιγμή, όταν η κόρη μου έφυγε για σπουδές στην Αγγλία, μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να φύγω κι εγώ από την Αθήνα. Δεν ήθελα να επιστρέψω στον τόπο καταγωγής μου, στο Μυστρά της Λακωνίας όπου είχα ζήσει μέχρι τα 18 μου χρόνια, προτιμούσα να πάω ή στην Κέρκυρα ή στο Σύρο. Τελικά βρήκα δουλειά στο αντικείμενό μου, στην Κέρκυρα, ως τεχνική σύμβουλος στο περιφερειακό σύστημα υγείας του νησιού και μετακόμισα εδώ. Δεν είχα καμία σχέση με την Κέρκυρα, ερχόμουν ως τουρίστας, είχα φίλους στο νησί, αλλά μέχρι εκεί. Δουλεύοντας στο δημόσιο δεν ένιωθα δημιουργική, έπρεπε να παλεύω διαρκώς με την γραφειοκρατία. Απογοητεύτηκα. Τότε ήταν που ξεκίνησε ο σύντροφός μου με την αδερφή του τις εργασίες για να αναγεννήσουν τον αμπελώνα του 17ου αιώνα. Αρχικά, ο αμπελώνας λειτούργησε σαν επισκέψιμο μουσείο, αλλά το σχέδιο αυτό στην πορεία εγκαταλείφθηκε. Τέθηκε έτσι το ερώτημα πώς θα μπορούσε να αξιοποιηθεί αυτή η τεράστια εγκατάσταση. Εγώ, έχοντας ήδη αρχίσει να στήνω μια μικρή επιχείρηση, μια οικοτεχνία, περισσότερο σαν χόμπι, η οποία αξιοποιούσε τα αγαθά -φρούτα και καρπούς- που παρήγαγαν τα κτήματα του αμπελώνα για να παράγω μαρμελάδες, τσάτνεϊ, σάλτσες, ζελέ, λικέρ κτλ., σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να νοικιάσω τον αμπελώνα από την οικογένεια. Όλοι τρελάθηκαν βέβαια, κανείς δεν περίμενε ότι εμείς που ζούσαμε μια άλλη ζωή με το σύντροφό μου -ο οποίος είναι μανιακός ιστιοπλόος-, κάνοντας πολλά ταξίδια, θα θέλαμε να αλλάξουμε τα πάντα, να οργανωθούμε εντελώς διαφορετικά, για να αναλάβουμε σε μόνιμη βάση έναν αμπελώνα. Μέσα στην κρίση, το 2011, ξεκίνησε να λειτουργεί ο αμπελώνας σαν πολυχώρος με εστιατόριο, μουσείο και οινοποιείο».
Μια μεγάλη γαστρονομική έρευνα για την παραδοσιακή κουζίνα της Κέρκυρας
Ένας άνθρωπος μαθημένος φυσικά στους ρυθμούς εργασίας μιας καλοκουρδισμένης πολυεθνικής μηχανής όπως ο τεχνολογικός κολοσσός IBM, δεν θα μπορούσε να αφήσει τίποτα στην τύχη. Η Βασιλική Καρούνου πριν αναλάβει το εστιατόριο ξεκίνησε έναν μαραθώνιο, μια μεγάλη έρευνα στο νησί για την καταγραφή και αναζήτηση των πιο παλιών κερκυραϊκών συνταγών, που φτάνει μέχρι τα βάθη του Μεσαίωνα. «Ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό, δεν ήθελα να ανοίξω άλλο ένα εστιατόριο στην Κέρκυρα. Ήταν πρόκληση! Στη γαστρονομική μου έρευνα ανακάλυψα θησαυρούς: εκεί που ήταν γνωστές πέντε-έξι παραδοσιακές συνταγές της Κέρκυρας, μέσω της αναζήτησης προέκυψαν πάνω από εβδομήντα. Έτσι έγραψα και το βιβλίο “Κερκυραϊκή κουζίνα: Αναζητώντας τις χαμένες κανκιόφολες” (εκδ. Πατάκη)».
Τι είναι όμως αυτές οι περιβόητες κανκιόφολες της Κέρκυρας που η Βασιλική Καρούνου ξέθαψε από τα τέλη του 18ου αιώνα και τις μετέτρεψε σε σήμα κατατεθέν του εστιατορίου της; «Είναι οι αγκινάρες της Ιερουσαλήμ», μου εξηγεί η ίδια. «Είναι ένα παραδοσιακό προϊόν της Κέρκυρας, το οποίο όμως χάθηκε μέσα στη λήθη του χρόνου. Στην έρευνα έβρισκα πολλές αναφορές στις κανκιόφολες αλλά όποιον ρωτούσα να μου πει τι ήταν ακριβώς κανένας δεν ήξερε. Πολλοί τις είχαν ακουστά στο νησί, αλλά κανείς δεν μπορούσε με σιγουριά να μιλήσει γι΄αυτές».
Με οδηγό ένα άλλο λαογραφικό βιβλίο που είχε γράψει για την Κέρκυρα η Νινέτα Χ. Λάσκαρι, μια γυναίκα με σπουδές νομικής, με βυζαντινές ρίζες από την οικογένεια Λάσκαρι, η οποία έζησε το μεγαλύτερο μέρος στης ζωής της στα οικογενειακά βενετσιάνικα αρχοντικά του Άγιου Μάρκου, η Βασιλική Καρούνου άρχισε την περιπέτεια αναζήτησης που την οδήγησε στις χαμένες κανκιόφολες. Η έρευνα της κ. Καρούνου πήγε πολύ πίσω στο χρόνο. Το βιβλίο της έχει έναν χάρτη, μάλιστα, που ξεκινά από το 1100 μΧ.
«Κανκιόφολες διάβαζα και κανκιόφολες δεν έβλεπα. Κανένας δεν ήξερε να μου πει τι ήταν. Τελικά ανακάλυψα ότι κατάγονταν από τη Βόρεια Αμερική. Ήταν τροφή για τους Ινδιάνους, τόσο για τους ίδιους όσο και για τα ζώα τους. Ήρθαν στην Ευρώπη περί το 1600 μΧ από τους Γάλλους. Περί το 1800 οι Γάλλοι τις έφεραν στην Κέρκυρα. Ενσωματώθηκαν ως βασική τροφή στην κερκυραϊκή κουζίνα του 19ου και 20ού αιώνα, με πολλές μάλιστα συνταγές. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κανκιόφολες έγιναν βασική τροφή για τον κόσμο, γιατί φύτρωναν παντού μόνες τους.
»Ωστόσο, λόγω έλλειψης αγαθών δεν μαγειρεύονταν σωστά, με το βουτυράκι τους, το σκορδάκι τους, για να γίνουν γευστικές. Έτσι, οι Κερκυραίοι τις σιχάθηκαν και τις απέβαλαν μεταπολεμικά από το μυαλό τους. Οι κανκιόφολες φυτρώνουν από μόνες τους στο κτήμα μας, σε όλες τις άκριες και τις μέσες όπου δεν καλλιεργείται η γη. Όταν είδα τη φωτογραφία τους στο πλαίσιο της έρευνας, τις αναγνώρισα. Οι κανκιόφολες είναι σαν βολβοί, σαν πατάτα, λέγονται μάλιστα οι “πατάτες των διαβητικών” γιατί δεν περιέχουν άμυλο. Στον αμπελώνα με τις κανκιόφολες φτιάχνω ριζότο, πίτα και σαλάτα».
Στον Αμπελώνα της Κέρκυρας, εκτός από τις περιβόητες κανκιόφολες, υπάρχουν πολλά ακόμα ενδιαφέροντα πιάτα που βασίζονται στις γαστρονομικές παραδόσεις του νησιού, ενώ πολλές συνταγές φυσικά έχουν βενετσιάνικες καταβολές.
Ο επισκέπτης, κάθε Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή που λειτουργεί το εστιατόριο, τρώει κυριολεκτικά μέσα στο αμπέλι, κάτω από μια πολύ όμορφη κυκλική πέργκολα γεμάτη λουλούδια και αναρριχώμενα φυτά. Πρόκειται για μια απολαυστική εμπειρία γαστρονομίας και οινογνωσίας, σε ένα αυθεντικό οινοποιείο που έχει κρατήσει την ταυτότητα του 17ου αιώνα και φυσικά την ομορφιά ενός παλιού κόσμου που λειτουργούσε με πολύ διαφορετικούς ρυθμούς από το σήμερα, μέσα σε μία γαλήνια βραδύτητα, σε αυτό που ο Κούντερα αποκαλεί «ρυθμό της απόλαυσης».
Info: Αμπελώνας της Κέρκυρας, ambelonas-corfu.gr
Καρουμπάτικα, Κέρκυρα, τηλ. 6932158888
Πηγή