Τρίτη , 24 Δεκέμβριος 2024
Κορονοϊός: Οι τέσσερις πιο υποσχόμενες θεραπείες

Η εμπιστοσύνη στα εμβόλια: Τα συμπεράσματα μεγάλης διεθνούς έρευνας και οι τάσεις στην Ελλάδα

Με ένα θέμα που αναδείχθηκε έντονα στη συζήτηση για τον κορονοϊό και τις προσπάθειες περιορισμού του, την εμπιστοσύνη του κοινού στα εμβόλια, ασχολείται η μεγαλύτερη έως τώρα διεθνής έρευνα για το ζήτημα, που δημοσιεύτηκε στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet».

Όπως δείχνει η μελέτη, η εμπιστοσύνη του κοινού στα εμβόλια ποικίλει θεαματικά.

Στην Ευρώπη η κατάσταση φαίνεται να έχει βελτιωθεί μεταξύ 2015-2019, αν και παραμένουν εντυπωσιακές διακυμάνσεις, καθώς το ποσοστό των ανθρώπων που στις αρχές του 2020 -πριν ξεσπάσει η πανδημία Covid-19– συμφωνούσαν κατηγορηματικά ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή, κυμαινόταν από 66% στη Φινλανδία μέχρι μόνο 19% στη Λιθουανία. Στην Ευρώπη στις αρχές του 2020 η πλειονότητα των χωρών εμφάνιζε αυξημένη εμπιστοσύνη στα εμβόλια σε σχέση με πριν πέντε χρόνια, όμως η εμπιστοσύνη στα εμβόλια των Ευρωπαίων παραμένει γενικά χαμηλή έναντι π.χ. εκείνης των Αφρικανών.

Στην Ελλάδα, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, η κατάσταση εμφανίζει μια κάπως μικτή εικόνα, καθώς κατά την πενταετία 2015-19 η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ασφάλεια και στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων εμφάνισε αυξητική τάση, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, αλλά αντίθετα κινήθηκε πτωτικά η αντίληψη του κοινού για τη σημασία του εμβολιασμού. Το ποσοστό όσων «συμφωνούν πολύ» ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή, εμφανίζει θεαματική αύξηση από 26% στο τέλος του 2015 σε 62% στο τέλος του 2019, ενώ όσων διαφωνούν, εμφανίζει μείωση από 6,3% σε 4,3%.

Πολύ αποτελεσματικά θεωρούσαν τα εμβόλια το 37% των Ελλήνων το 2019 έναντι 36% το 2015, ενώ αναποτελεσματικά το 2,1% το 2019 έναντι 4,6% το 2015. Όμως στην ερώτηση για τη σημασία του εμβολιασμού, συμφωνούσαν ότι είναι πολύ σημαντικά τα εμβόλια το 52% του πληθυσμού το 2019 έναντι 58% το 2015, ενώ διαφωνούσαν το 3% στο τέλος του 2019 έναντι σχεδόν 4% στο τέλος του 2015.

Η πολιτική αστάθεια και πόλωση, ο θρησκευτικός εξτρεμισμός και η εξάπλωση της παραπληροφόρησης στα online κοινωνικά δίκτυα είναι ανάμεσα στους παράγοντες που υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στα εμβόλια, δείχνει η έρευνα σε 149 χώρες, η οποία ανέλυσε στοιχεία για 284.400 άτομα άνω των 18 ετών, που κλήθηκαν να εκθέσουν τις απόψεις τους για την σημασία, την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει δηλώσει ότι η διστακτικότητα απέναντι στα εμβόλια αποτελεί μια από τις δέκα κυριότερες απειλές για τη δημόσια υγεία.

«Είναι ζωτικό, όταν υπάρχουν νέες απειλές ασθενειών όπως η πανδημία Covid-19, να παρακολουθούμε τακτικά τις απόψεις του κοινού, ώστε να εντοπίζουμε γρήγορα τις χώρες και τις ομάδες με μειωμένη εμπιστοσύνη στα εμβόλια, προκειμένου, όπου χρειάζεται, να χτίζουμε έγκαιρα την εμπιστοσύνη στα σωτήρια νέα εμβόλια. Μία από τις σημαντικότερες απειλές για τα προγράμματα εμβολιασμού διεθνώς είναι η ταχεία και παγκόσμια εξάπλωση της παραπληροφόρησης, που διασπείρει ανυπόστατες αμφιβολίες και δυσπιστία. Μερικές φορές υπάρχει πράγματι ένας μικρός κίνδυνος, ο οποίος όμως διογκώνεται για να φανεί πολύ μεγαλύτερος», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια, καθηγήτρια Χάιντι Λάρσον της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου.

Η διασπορά παραπληροφόρησης μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις. Για παράδειγμα, στην Πολωνία, όπου δρα ένα άκρως οργανωμένο αντι-εμβολιαστικό κίνημα, η εμπιστοσύνη στην ασφάλεια των εμβολίων έπεσε από το 64% του πληθυσμού το 2018, στο 53% στο τέλος του 2019. Από την άλλη πάντως, σε χώρες όπως η Γαλλία, όπου παραδοσιακά υπήρχε μεγάλο ποσοστό δύσπιστων, η απόλυτη εμπιστοσύνη αυξήθηκε από 22% το 2018 σε 30% το 2019.

Μεταξύ 2015-2019 η εμπιστοσύνη στην ασφάλεια και στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων υποχώρησε σε χώρες όπως η Ινδονησία, οι Φιλιππίνες, το Πακιστάν και η Ν.Κορέα. Η γειτονική Αλβανία είχε το χαμηλότερο ποσοστό κατοίκων (26%) που συμφωνούσαν πολύ ότι είναι σημαντικό τα παιδιά να εμβολιάζονται, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό (95%) εμφάνιζε το Ιράκ.

Οι πιο δύσπιστοι απέναντι στα εμβόλια είναι άνδρες (περισσότερο από ό,τι γυναίκες) χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, οι ανήκοντες σε θρησκευτικές μειονότητες και όσοι εμπιστεύονται περισσότερο την οικογένεια, τους φίλους τους και άλλες μη ιατρικές πηγές, παρά τους γιατρούς.


Πηγή