«Άδεια η πόλη, πού πήγαν όλοι…». Σχεδόν πάντα θα υπάρχει κάποιος στίχος ενός τραγουδιού που θα ταιριάζει γάντι με μια περίσταση. Και αυτός ο στίχος του τραγουδιού του Βασίλη Παπακωνσταντίνου ήρθε στο μυαλό μου, σαν είδα τους άδειους δρόμους της Κορίνθου. Καθημερινή, σε ώρα αιχμής, είναι όλοι εξαφανισμένοι. Ή μάλλον, σχεδόν όλοι… Οι δρόμοι είναι άδειοι και τα αυτοκίνητα που περνάνε, ελάχιστα. Οι άνθρωποι στους δρόμους και αυτοί λίγοι. Η πόλη στην εποχή του κορονοϊου…
Περίεργο συναίσθημα. Θα πρέπει να τρομάξω; Θα πρέπει να με πιάσει μελαγχολία; Πανικός; Πάντως, σε μια σύντομη βόλτα μου για να δω πώς είναι η πόλη αυτές τις ημέρες, δεν ένιωσα σαν τον… Γουίλ Σμιθ στο Legend. Γιατί, η αλήθεια είναι πως έξω κυκλοφορεί κόσμος. Χωρίς σακούλες σούπερ μάρκετ, που υποτίθεται ότι πλέον βγαίνεις έξω για τις βασικές ανάγκες, χωρίς μέτρα προστασίας. Γιατί ναι, ο κόσμος που κυκλοφορεί, δεν φοράει στην πλειοψηφία του μάσκες. Ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Και ναι, το όλο σκηνικό, σε μία καθημερινή, θυμίζει Κυριακή νωρίς το πρωί σε μία πόλη της περιφέρειας.
Οι νέοι κοιμούνται στα σπίτια μετά το ξενύχτι και στους δρόμους κυκλοφορούν περισσότερο ηλικιωμένοι. Συνήθως φορώντας τα καλά τους για να πάνε στην κυριακάτικη λειτουργία. Μόνο που τώρα, οι ηλικιωμένοι που κυκλοφορούν -ναι γιατί στους άδειους δρόμους στην εποχή του κορονοϊού και της καραντίνας, κάποιοι παππούδες επιμένουν να βγαίνουν εκτός σπιτιού- δεν φορούν τα καλά τους. Όμως, κυκλοφορούν, σαν να μην έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος τους προβλήματος. Σαν να μην υπολογίζουν τη δύναμη του εχθρού, που ακούει στο όνομα… κορονοϊός.
Η «καραντίνα» μακριά από την Αθήνα
Και, όχι, μόνο οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι. Αλλά και οι νεότεροι. Η αλήθεια είναι πως η καθημερινότητά μας άλλαξε δραματικά από τη μία στιγμή στην άλλη. Απότομα, χωρίς να μας αφήσει το περιθώριο να καταλάβουμε τι είναι αυτό που μας βρήκε. Στην επαρχία, δε, είναι ακόμη πιο δύσκολο να το καταλάβεις.
Μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, τον συνωστισμό και τα γεμάτα μέσα μεταφοράς, στην επαρχία έχεις αυτή την ψευδή εντύπωση της «ασφάλειας». Αυτή η αίσθηση του ανοιχτού χώρου σε κάνει να πιστεύεις πως ξορκίζεις τον κορονοϊό και κάθε μορφής ιό που σε απειλεί.
Κι από την άλλη, είναι τέτοια η δύναμη της συνήθειας και η ελευθερία που πάντα νιώθεις στην επαρχία, που στην εποχή της καραντίνας είναι σαν να ζητάς σε έναν αετό, να μπει στο κλουβί! Πώς να εξηγήσεις στον παππού ότι πλέον το παγκάκι στην παραλία, όπου καθόταν με τους φίλους του και χάζευαν τη θάλασσα, είναι πια μια επικίνδυνη για τη ζωή τους συνήθεια;
Πώς να εξηγήσεις στο παιδί ότι δεν μπορεί να πάει απέναντι στην παιδική χαρά να συναντήσει τους φίλους του; «Μα είναι απέναντι από το σπίτι; Και είναι μόνο τα παιδιά της γειτονιάς». Πώς να του εξηγήσεις ότι αυτό, πλέον, είναι επικίνδυνο, χωρίς να το τρομάξεις;
Πώς να εξηγήσεις στα νεαρά παιδιά ότι πρέπει να μείνουν στο σπίτι τους; Μάλλον, σε αυτή την περίπτωση οι εξηγήσεις δεν πιάνουν και πολύ τόπο. Γιατί, τα βράδια μικρές παρέες νεαρών παιδιών κυκλοφορούν στους δρόμους της πόλης. Αράζουν στο άγαλμα του Πήγασου, κλασικό σημείο συνάντησης στην Κόρινθο και προ κορονοϊού ένα μέρος που έσφυζε από ζωή, με μικρούς και μεγάλους να απολαμβάνουν εκεί τη βραδιάτικη βόλτα τους.
Οι πρώτες ημέρες του «Μένουμε σπίτι»
Τις πρώτες ημέρες του «Μένουμε σπίτι», τότε που έκλεισαν τα σχολεία και ξεκίνησαν τα πρώτα αυστηρά μέτρα, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν καταλάβει τι γίνεται. Ο καιρός άκρως ανοιξιάτικος και οι περισσότεροι αισθάνονταν και συμπεριφέρονταν σαν να ήμασταν σε διακοπές του Πάσχα.
Οι παιδικές χαρές ήταν γεμάτες. Μικρά και μεγαλύτερα παιδιά, μαμάδες ή παππούδες που τα συνόδευαν, ήταν όλοι εκεί. Οι καφετέριες γεμάτες με κόσμο που απολάμβανε τον καφέ του κάτω από τον ήλιο. Οι δρόμοι γεμάτοι με πεζούς, αλλά και αυτοκίνητα.
Και το σαββατοκύριακο, όλοι στην παραλία. Αν έκανες μία βόλτα, είχες την εντύπωση ότι ήταν Δεκαπενταύγουστος. Τόσος κόσμος. Και αν έλεγες κάτι, η απάντηση που έπαιρνες ήταν: «Υπερβολές, είναι ανοιχτός χώρος». Στην εκκλησία, επίσης, κόσμος. Παππούδες και γιαγιάδες, ήταν εκεί κανονικά στο στασίδι. Λίγοι εκείνοι που είχαν πάρει μέτρα προστασίας.
Τις επόμενες ημέρες, ήρθαν και άλλα πιο αυστηρά μέτρα από την Κυβέρνηση. Έκλεισαν οι καφετέριες, τα εστιατόρια, τα κλαμπ, μετά και τα εμπορικά καταστήματα. Ο κόσμος άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η κατάσταση είναι σοβαρή. Οι παιδικές χαρές άδειασαν, το ίδιο και οι παραλίες. Η κατάσταση που ζούμε είναι πρωτόγνωρη και οι περισσότεροι το έχουν πια καταλάβει. Υπάρχουν, όμως, ακόμη εκείνοι που εξακολουθούν να ζουν στον δικό τους κόσμο. Και είναι για εκείνους, μια Κυριακή πρωί στην Κόρινθο.
Τα χωριά στην εποχή του κορονοϊού
Αυτή την απότομη αλλαγή στην καθημερινότητά μας είναι ακόμη πιο δύσκολο να τη συνειδητοποιήσεις σε ένα χωριό. Να την επεξεργαστείς και από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξεις τις συνήθειές σου. Ή μάλλον, να αλλάξεις τη φύση σου…. την ελεύθερη φύση σου.
Γιατί εδώ και αν είναι δύσκολο να εξηγήσεις στα παιδιά που μαζεύονταν στη γειτονιά να παίξουν, ότι πια δεν μπορούν να το κάνουν. Να εξηγήσεις στο παιδί που όλη τη μέρα ήταν έξω, να μπει τώρα μέσα στο σπίτι. Να εξηγήσεις στο παιδί που έπαιζε στα χώματα και που αν του έπεφτε κάτι κάτω, απλά το σκούπιζε στη μπλούζα του και μετά το έτρωγε, πως τώρα πρέπει συνέχεια να απολυμαίνει τα χέρια του. Πως τώρα δεν πρέπει να βάζει τα χέρια του συνεχώς στο πρόσωπό του.
Ξέρω ακούγεται περίεργο, μα αν έχεις μεγαλώσει σε χωριό, ξέρεις ότι η ατομική υγιεινή περιοριζόταν σε ένα απλό πλύσιμο των χεριών. Και μετά σε ένα μπάνιο για να καθαρίσεις από τα χώματα που είχαν φτάσει μέχρι το κεφάλι. Ξέρω, το σχολαστικό πλύσιμο των χεριών είναι το αυτονόητο και δεν είναι μόνο τώρα με τον κορονοϊό. Αλλά να που έπρεπε να έρθει μια πανδημία για να μάθουμε όλοι – σε πόλεις και χωριά – το αυτονόητο.
Και στο χωριό, οι πρώτες ημέρες του περιορισμού ήταν περίεργες. Είπαμε, από τη μια στιγμή στην άλλη δε μπορείς να αλλάξεις την καθημερινότητά σου. Ειδικά, σε ένα χωριό όπου ο ένας γνωρίζει τον άλλον, αυτή η αίσθηση της ασφάλειας είναι ακόμη πιο έντονη. Αυτό που ξέρεις ακόμη και πότε θα βήξει ο γείτονας, σε κάνει να νιώθεις ασφαλής, σίγουρος, να συνεχίζεις την καθημερινότητά σου.
«Θα πάω στο χωριό να κοινωνήσω γιατί είναι λίγοι. Και ξέρω και ποιος είναι ο διπλανός μου, όχι όπως την πόλη», μου είπε το περασμένο σαββατοκύριακο η αδελφή μου, πριν η Κυβέρνηση πάρει την απόφαση και για τις εκκλησίες. Και βρήκα απόλυτα λογική τη σκέψη της. Αυτή η δήθεν «ασφάλεια» που λέγαμε; Που, όμως, είναι παγίδα. Μια παγίδα που καλούμαστε τώρα, να την αποφύγουμε, για το καλό όλων μας.
Η καθημερινότητά μας άλλαξε, καλούμαστε να αλλάξουμε κι εμείς
Και αν στην πόλη, υπάρχει κόσμος «αδάμαστος» που δε λέει να συμμορφωθεί και συμπεριφέρεται με ανωριμότητα, στο χωριό συμμορφώθηκαν πιο εύκολα. Τα καφενεία του χωριού έκλεισαν. Μία κατάσταση πρωτόγνωρη, αφού ποτέ κανείς δεν έχει ζήσει κάτι παρόμοιο.
Να είναι κλειστό το καφενείο και οι άνδρες να μένουν τα βράδια στο σπίτι. Να πηγαίνεις στο μπακάλικο κι ενώ πριν κορονοϊού, ψώνιζες ακόμη και γυρνώντας από το κτήμα με τα χέρια βρώμικα, τώρα σου έχουν στον πάγκο το αντισηπτικό. Και στη γειτονιά, εκεί που μαζεύονταν τα πρωινά σε ένα σπίτι για τον καθιερωμένο καφέ, τώρα βγαίνει η καθεμιά στην αυλή και από μακριά μιλάνε για λίγα λεπτά, ίσα για να μη χάνεται η επαφή. Ίσα για να μη νιώθεις, αετός μέσα σε ένα κλουβί.
Ναι, η καθημερινότητά μας άλλαξε δραματικά από τη μια στιγμή στην άλλη. Όμως, τώρα καλούμαστε να αλλάξουμε κι εμείς. Και όπως κάθε τι καλό ή κακό συμβαίνει στη ζωή σου, σου φέρνει κι ένα δίδαγμα, έτσι και με τον κορονοϊό πρέπει να πάρουμε το ένα και μοναδικό δίδαγμα, αυτό της ατομικής ευθύνης.
Και το κυριότερο, δεν θα πρέπει να περιμένουμε ο ιός να χτυπήσει τη διπλανή πόρτα για να ταραχθούμε. Το γεγονός ότι στην Κόρινθο δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποιο επιβεβαιωμένο κρούσμα, δε σημαίνει ότι είμαστε το γαλατικό χωριό, που δεν μας αγγίζει ο εχθρός. Κι αυτό ισχύει για όλες τις πόλεις ή τις περιοχές που ο κορονοϊός σήμερα δεν τις έχει «χτυπήσει».
Πηγή