Παρασκευή , 27 Δεκέμβριος 2024
Δύο στους τρεις Έλληνες εμφανίζονται θετικοί στο εμβόλιο κατά του κορονοϊού

Τα διλήμματα του εμβολιασμού για τον κορονοϊό: Μισές δόσεις, καθυστερήσεις και συνδυασμοί διαφορετικών εμβολίων

Ο αγώνας δρόμου για τον μαζικό εμβολιασμό των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο κατά του νέου κορονοϊού είναι σε εξέλιξη, ωστόσο με την έναρξη των εμβολιασμών τέθηκαν και διάφορα διλήμματα για τον τρόπο και τον χρόνο συνέχισής του,

Με δεδομένο πως τα εγκεκριμένα εμβόλια προς το παρόν δεν φαίνεται να επαρκούν, οι επιστήμονες έχουν έλθει πλέον αντιμέτωποι με πιεστικά ερωτήματα και έχουν ανοίξει το σχετικό διάλογο. Μήπως η δεύτερη δόση του εμβολίου πρέπει σκοπίμως να καθυστερήσει, προκειμένου να κάνουν περισσότεροι άνθρωποι την πρώτη δόση; Μήπως πρέπει να χορηγηθούν ακόμη και μισές δόσεις, από το να μη χορηγηθεί καμία; Μήπως η δεύτερη δόση μπορεί να είναι από διαφορετικής εταιρείας εμβόλιο σε σχέση με την πρώτη;

Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν, όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ επικαλουμενο τους New York Times, ότι εφόσον η πρώτη δόση παρέχει κάποια προστασία έναντι της Covid-19, η στρατηγική -ελλείψει επαρκών εμβολίων- πρέπει να είναι να κάνει την πρώτη δόση ο μεγαλύτερος δυνατός αριθμός ανθρώπων, έστω κι αν αυτό σημαίνει καθυστέρηση της δεύτερης δόσης ή ακόμη και μισή πρώτη δόση. Ήδη οι υγειονομικές Αρχές στη Βρετανία έχουν επιλέξει να καθυστερήσουν τις δεύτερες δόσεις των εμβολίων Οξφόρδης/Astra Zeneca και Pfizer/BioNTech, προκειμένου να παρέχουν μερική ανοσία πρώτης δόσης σε περισσότερους ανθρώπους.

Αντίθετα, οι αρχές στις ΗΠΑ είναι κάθετα αντίθετες σε αυτή την ιδέα. Όπως δήλωσε την Παρασκευή στο CNN ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος δρ ‘Αντονι Φάουτσι, «δεν θα υποστήριζα κάτι τέτοιο. Θα συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε». Όμως την Κυριακή ο Μονσέφ Σλάουϊ, επιστημονικός επικεφαλής της αμερικανικής εθνικής επιχείρησης εμβολιασμού “Warp Speed”, δήλωσε ότι -εν μέσω περιορισμένης προσφοράς εμβολίων – εξετάζεται η χορήγηση δύο μισών δόσεων (αντί για δύο ολόκληρων) του εμβολίου της Moderna σε ορισμένους πολίτες.

Στις ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες χώρες, ιδίως στην Ευρώπη, επικρατεί απογοήτευση για την ταχύτητα των εμβολιασμών, καθώς έχουν διαψευσθεί οι προσδοκίες για τον αριθμό των εμβολιασθέντων έως το τέλος του 2020. Χώρες όπως το Ισραήλ, που κατάφερε να εξασφαλίσει μεγάλες ποσότητες εμβολίων εξαρχής και να εμβολιάσει ήδη πάνω από το 10% του πληθυσμού του, αποτελούν εξαίρεση παγκοσμίως. Στις ΗΠΑ έως την Κυριακή περίπου 4,2 εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ είχαν κάνει την πρώτη δόση του εμβολίου, λίγο πάνω από το 1% του πληθυσμού, έναντι αρχικού στόχου για 20 εκατομμύρια μέχρι το τέλος του 2020.

Όλα τα έως τώρα εμβόλια (Pfizer/BioNTech, Moderna, Οξφόρδης/Astra Zeneca) απαιτούν δύο δόσεις. Η πρώτη δόση «διδάσκει» το ανοσοποιητικό σύστημα να αναγνωρίζει τον κορονοϊό SARS-CoV-2, ενώ η δεύτερη να τον θυμάται σε βάθος χρόνου. Οι κλινικές δοκιμές έδειξαν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, όταν το διάστημα ανάμεσα στις δύο δόσεις ήταν τρεις έως τέσσερις εβδομάδες.

Κάποια προστασία δημιουργείται μετά την πρώτη δόση, αλλά είναι ασαφές πόσο ισχυρή και διαρκής είναι. Παρόλα αυτά, ορισμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν πως η έμφαση στη χορήγηση πρώτης δόσης σε περισσότερους ανθρώπους, με τίμημα την καθυστέρηση της δεύτερης δόσης, μπορεί να σώσει περισσότερες ζωές, από ό,τι αν οι μισοί άνθρωποι εμβολιασθούν και με τις δύο δόσεις με βάση τον αρχικό προγραμματισμό.

Στις ΗΠΑ οι αρχές κρατούν στην άκρη διαθέσιμα εμβόλια για να κάνουν τη δεύτερη δόση στην ώρα της, αλλά στη Βρετανία προτιμούν να αναβάλουν τη δεύτερη δόση για αργότερα (έως και 12 εβδομάδες, δηλαδή τριπλάσιο χρονικό διάστημα), προκειμένου να κάνουν περισσότερες πρώτες δόσεις. Ορισμένοι Αμερικανοί επιστήμονες φοβούνται ότι αυτή η τακτική της καθυστέρησης μπορεί να αποβεί καταστροφική, εν μέρει για ψυχολογικούς λόγους.

«Όσο μεγαλύτερο είναι το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δόσεις, τόσο πιθανότερο είναι ότι οι άνθρωποι θα ξεχάσουν να κάνουν τη δεύτερη δόση. Ή μπορεί οι άνθρωποι να μη θυμούνται ποιό εμβόλιο έκαναν και δεν ξέρουμε τι επίπτωση μπορεί να έχει ο συνδυασμός των εμβολίων», δήλωσε η βιολόγος Σβέτα Μπανσάλ του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν.

Ο δρ Σλάουι, που ηγείται την εμβολιαστικής επιχείρησης στις ΗΠΑ και δεν αποκλείει την χορήγηση δύο μισών δόσεων, δήλωσε ότι «η προσέγγιση μερικών χωρών να καθυστερήσουν τη δεύτερη δόση, μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ και να μειώσει την εμπιστοσύνη στα εμβόλια».

Τι λένε οι εταιρείες

Οι ίδιες οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν διαφορετικές θέσεις. Στην κλινική δοκιμή της Οξφόρδης/Astra Zeneca μερικοί εθελοντές στη Βρετανία έκαναν τις δύο δόσεις με απόσταση αρκετών μηνών, παρόλα αυτά απέκτησαν κάποια προστασία έναντι της Covid-19. Ο ελληνικής καταγωγής εκτελεστικός αντιπρόεδρος της εταιρείας Μενέλαος Πάγκαλος δήλωσε ότι ένα παρατεταμένο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δόσεις «δίνει πολύ ευελιξία στη διαχείριση των εμβολίων, ανάλογα με τη διαθέσιμη προσφορά τους» και πρόσθεσε ότι η καθυστέρηση της δεύτερης δόσης «μπορεί να βοηθήσει τις χώρες να εμβολιάσουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τους για να τα προστατεύσουν γρήγορα».

Από την άλλη, ο εκπρόσωπος της Pfizer εμφανίστηκε πιο επιφυλακτικός, λέγοντας ότι «μολονότι μια μερική προστασία από το εμβόλιο φαίνεται να αρχίζει από την 12η μέρα μετά την πρώτη δόση, δύο δόσεις απαιτούνται για να επιτευχθεί η μέγιστη προστασία του 95%. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν πως η προστασία μετά την πρώτη δόση διατηρείται μετά την 21η μέρα». Εκπρόσωπος της Moderna δήλωσε ότι η εταιρεία δεν επιθυμεί να σχολιάσει σε αυτή τη φάση τυχόν αλλαγές στη χορήγηση των δόσεων της.

Οι επιστήμονες γενικά πιστεύουν ότι η δεύτερη δόση δεν πρέπει να απέχει πολύ από την πρώτη, έτσι ώστε η αναμνηστική δόση να γίνεται όσο ακόμη το σώμα μπορεί να αναγνωρίσει τον κορονοϊό χάρη στην πρώτη δόση. Όμως είναι ασαφές πότε αρχίζει να κλείνει αυτό το «παράθυρο ευκαιρίας» στον οργανισμό.

Η διακεκριμένη ιαπωνικής καταγωγής καθηγήτρια ανοσολογίας Ακίκο Ιβασάκι του Πανεπιστημίου Γέιλ, η οποία υποστηρίζει την καθυστέρηση της δεύτερης δόσης, εκτιμά ότι αυτή μπορεί να χορηγηθεί ακόμη και λίγους μήνες μετά την πρώτη, κάτι που συμβαίνει με εμβόλια για άλλες νόσους, χωρίς πρόβλημα για την αποτελεσματικότητα τους. Όπως δήλωσε, «ας εμβολιάσουμε όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούμε τώρα έναντι της Covid-19 και τους δίνουμε τη δεύτερη δόση, όταν υπάρξουν διαθέσιμα περισσότερα εμβόλια».

Με τη στρατηγική αυτή συμφωνεί και ο λοιμωξιολόγος δρ Ρόμπερτ Γουάχτερ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Φρανσίσκο. Αλλά η συνάδελφος του στο ίδιο πανεπιστήμιο λοιμωξιολόγος Φίλις Τιέν διαφωνεί, θεωρώντας ότι η καθυστέρηση χωρίς απτά υποστηρικτικά στοιχεία «είναι σαν να πηγαίνει κανείς στην Άγρια Δύση. Πρέπει να ακολουθήσουμε το πλάνο: απόσταση 21 ημερών ανάμεσα στις δύο δόσεις για το εμβόλιο της Pfizer και 28 μέρες για της Moderna».

Από την άλλη, σύμφωνα με τον Σλάουι, στις κλινικές δοκιμές της Moderna οι άνθρωποι 18 έως 55 ετών που έκαναν δύο μισές δόσεις των 50 μικρογραμμαρίων (αντί τις ολόκληρες των 100 μικρογραμμαρίων), εμφάνισαν παρόμοια ανοσιακή αντίδραση. Γι’ αυτό η εταιρεία και η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ ήδη εξετάζουν να εγκρίνουν τη χορήγηση δύο μισών δόσεων σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Κατά τον Σλάουι, ενώ δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να υποστηρίξουν την καθυστέρηση της δεύτερης δόσης, υπάρχουν στοιχεία υπέρ των μισών δόσεων, τουλάχιστον για το εμβόλιο της Moderna. ‘Αλλοι πάντως επιστήμονες εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί. Όπως είπε ο ειδικός στα εμβόλια Τζον Μουρ του Πανεπιστημίου Κορνέλ της Νέας Υόρκης, «το κόψιμο της δόσης στο μισό δεν είναι κάτι που θα ήθελα να δω, εκτός κι αν υπάρχει απόλυτη ανάγκη».


Πηγή