Τα άτομα που έχουν άπνοια ύπνου πρέπει να ανησυχούν για τα οστά και τα δόντια τους, προειδοποιούν οι επιστήμονες.
Η χαμηλή οστική πυκνότητα αποτελεί δείκτη οστεοπόρωσης και μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καταγμάτων και να προκαλέσει χαλάρωση των δοντιών και απόρριψη των οδοντικών εμφυτευμάτων, σύμφωνα με νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο Buffalo, στη Νέα Υόρκη.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τομογραφία κωνικής δέσμης (CBCT) για να μετρήσουν την οστική πυκνότητα στο κεφάλι και τον λαιμό 38 ενηλίκων. Οι μισοί από τους συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν άπνοια ύπνου.
Οι τομογραφίες διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες με άπνοια ύπνου είχαν σημαντικά χαμηλότερη οστική πυκνότητα από τους συμμετέχοντες χωρίς το πρόβλημα.
Η υπνική άπνοια μπορεί να προκαλέσει δυσκολία στην αναπνοή κατά τη διάρκεια του ύπνου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλά επίπεδα οξυγόνου στο σώμα, φλεγμονή, οξειδωτικό στρες και προβλήματα στην αναπνοή.
Κάθε ένα από αυτά τα συμπτώματα μπορεί να έχει χρόνια αρνητική επίδραση στον μεταβολισμό των οστών και τελικά στην οστική πυκνότητα, δήλωσε η βασική συγγραφέας Δρ. Thikriat Al-Jewair, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ορθοδοντικής στο Πανεπιστήμιο.
«Παρότι η σχέση μεταξύ της αποφρακτικής άπνοιας ύπνου και της χαμηλής οστικής πυκνότητας δεν έχει ακόμη διερευνηθεί πλήρως, η μελέτη προσφέρει νέα στοιχεία για τη σύνδεσή τους που θα μπορούσαν να έχουν πολλές επιπτώσεις στην ορθοδοντική θεραπεία», δήλωσε η Al-Jewair.
«Εάν ένας ασθενής έχει διαγνωστεί με άπνοια ύπνου, αυτό μπορεί να επηρεάσει τον σχεδιασμό και τη διαχείριση της θεραπείας. Η τομογραφία κωνικής δέσμης έχει γίνει αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινής ορθοδοντικής πρακτικής και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο ελέγχου για χαμηλή οστική πυκνότητα», πρόσθεσε.
«Οι ορθοδοντικοί πρέπει να ενημερώνουν τους ασθενείς για την τάση χαμηλής οστικής πυκνότητας και να τους προειδοποιούν για πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες, αυξημένους κινδύνους και επιπτώσεις στο χρόνο θεραπείας», είπε η Al-Jewair.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στην επιστημονική επιθεώρηση The Journal of Craniomandibular and Sleep Practice.
Πηγή