Οι περισσότεροι από τους διάφορους τύπους κυττάρων στο σώμα μας εμφανίζονται σε πολλά σημεία: για παράδειγμα, έχουμε φωτοϋποδοχείς σε όλο το νευρικό μας σύστημα, όχι μόνο στα μάτια μας.
Θα ήταν, λοιπόν, περίεργο να έχουμε γευστικούς υποδοχείς μόνο στη γλώσσα.
Πράγματι, έχει αποδειχτεί ότι ο άνθρωπος έχει υποδοχείς γεύσης σε όλο το σώμα, απλά τα ερεθίσματα που λαμβάνουν δεν φτάνουν στον εγκέφαλο σαν γευστικές πληροφορίες, λέει η Nirupa Chaudhari, καθηγήτρια φυσιολογίας και βιοφυσικής στην Ιατρική Σχολή Miller στο πανεπιστήμιο του Μαϊάμι.
Το στόμα είναι το μόνο μέρος όπου υπάρχουν γευστικοί κάλυκες, οι οποίοι απαιτούν δύο πράγματα: ένα σύμπλεγμα κυττάρων και ένα νεύρων, τα οποία τους συνδέουν με την περιοχή του εγκεφάλου που αντιλαμβάνεται τη γεύση.
Οι γευστικοί κάλυκες είναι συστάδες γευστικών υποδοχέων που ανιχνεύουν τα θρεπτικά συστατικά στα τρόφιμα και στέλνουν μηνύματα σχετικά με αυτά στο κέντρο γεύσης του εγκεφάλου. Αυτό μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε τη γεύση.
Οι υποδοχείς γεύσης σε πολλά από τα όργανά μας ανιχνεύουν επίσης θρεπτικά συστατικά, αλλά δεν συνδέονται με το κέντρο γεύσης του εγκεφάλου.
Μα, εφόσον δεν μπορούμε να γευτούμε αυτό που λαμβάνουν ως πληροφορία, γιατί τους ονομάζουμε γευστικούς υποδοχείς;
“Η απάντηση είναι πολύ απλή. Όποιος ερευνητής ανακαλύπτει ένα νέο μόριο με μια νέα λειτουργία, έχει το δικαίωμα να το ονομάσει κιόλας. Το εν λόγω μόριο ανακαλύφθηκε πρώτα στη γλώσσα. Γι’ αυτό επινόησαν την ονομασία υποδοχέα γεύσης”, είπε ο Γιώργος Κυριαζής, επίκουρος καθηγητής Βιολογικής Χημείας και Φαρμακολογίας στο Κολέγιο Ιατρικής του κρατικού πανεπιστημίου του Οχάιο.
Αλλά όμοιοι υποδοχείς γεύσης βρέθηκαν αργότερα πολύ πιο πέρα από τη γλώσσα. Οι επιστήμονες γνώριζαν ότι τα κύτταρα που καλύπτουν το έντερο ανίχνευαν ορισμένες χημικές ουσίες για τη ρύθμιση της πέψης, έτσι έψαξαν για τα συγκεκριμένα κύτταρα και βρήκαν ίδιους υποδοχείς γεύσης που έχουμε στη γλώσσα μας.
Η γλώσσα και το έντερο αποτελούν μέρος του πεπτικού συστήματος και αυτά τα κύτταρα βρέθηκαν και τα δύο στο επιθήλιο (στα στρώματα των κυττάρων που επενδύουν τα όργανα), οπότε αυτό δεν ήταν πολύ περίεργο. Αλλά στη συνέχεια οι ερευνητές άρχισαν να ψάχνουν ακόμα παραπέρα.
Για παράδειγμα, το εργαστήριο του Κυριαζή ανακάλυψε υποδοχείς γλυκιάς γεύσης στα βήτα κύτταρα του παγκρέατος, όπου βοηθούν στη ρύθμιση της ινσουλίνης.
Αλλά ούτε αυτό είναι κάτι πρωτάκουστο: η γλώσσα, το έντερο και το πάγκρεας είναι γεμάτα με κύτταρα που εκκρίνουν κάποιες ουσίες ως απόκριση σε χημικά σήματα.
“Τα πρώτα 15 χρόνια, αρκετά εργαστήρια σε όλον τον κόσμο περιέγραψαν λειτουργίες των υποδοχέων γεύσης που σχετίζονται περισσότερο με επιθηλιακά ή εκκριτικά κύτταρα. Τώρα τα πράγματα έχουν προχωρήσει”, είπε ο Κυριαζής.
Έκτοτε, αυτός και άλλοι επιστήμονες βρήκαν υποδοχείς γεύσης σε μέρη που δεν θα περίμενε κανείς ποτέ:
- σωματικό λίπος
- καρδιακός μυς
- σκελετικός μυς
- ουροδόχος κύστη
- εγκέφαλος
“Αυτό δείχνει ότι είναι ευρύτεροι αισθητήρες θρεπτικών συστατικών και δεν περιορίζονται σε έναν τύπο κυττάρου ή μια συγκεκριμένη λειτουργία”, είπε ο Κυριαζής.
Ως άλλο παράδειγμα, υποδοχείς γεύσης έχουν βρεθεί και στην τραχεία και τους βρόγχους, όπου παίζουν ρόλο στην έμφυτη ανοσία μας, επεσήμανε η Chaudhari. Στα ποντίκια, οι υποδοχείς πικρής γεύσης στους αεραγωγούς έχουν επίσης συνδεθεί με τη ρύθμιση της αναπνοής.
Έχουν βρεθεί υποδοχείς της πικρής γεύσης ουμάμι ακόμη και στους όρχεις! Όταν οι επιστήμονες απέκλεισαν τους υποδοχείς πικρής γεύσης στους όρχεις των ποντικών, αυτό οδήγησε σε μείωση του όγκου του σπέρματος.
Δεδομένου ότι μόλις τώρα αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πόσο διαδεδομένοι είναι οι υποδοχείς γεύσης στο ανθρώπινο σώμα (και όλες τις διαφορετικές λειτουργίες τους) είναι πιθανό ότι θα μπορούσαν να είναι η απάντηση σε διάφορες απορίες μας για το ανθρώπινο σώμα.
Ίσως, λέει η Chaudhari, τα τεχνητά γλυκαντικά να μην είναι τόσο αποτελεσματικά για την απώλεια βάρους όσο πιστεύαμε κάποτε, επειδή οι υποδοχείς γεύσης στο έντερό μας αντιδρούν σε αυτά σαν να είναι ζάχαρη. Δεν ξέρουμε αν συμβαίνει αυτό, αλλά γνωρίζουμε ότι οι υποδοχείς γεύσης στο έντερο ανιχνεύουν τεχνητές γλυκαντικές ουσίες, είπε.
“Εξ ορισμού, εάν έχετε ένα τεχνητό γλυκαντικό που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυξάνεται στο αίμα, αυτό μπορεί να έχει επίδραση στη στόχευση των υποδοχέων γεύσης. Αλλά δεν είμαι πεπεισμένος ότι αυτό περιγράφεται πολύ καλά… χρειαζόμαστε περισσότερη έρευνα για αυτό”, είπε ο Κυριαζής.
Πηγή: livescience.com
Πηγή