Δευτέρα , 23 Δεκέμβριος 2024

Αερόβια άσκηση: Η συχνότητα και η ποσότητα που προστατεύει τους πνεύμονες

Η αερόβια άσκηση συνδέεται με σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από γρίπη ή πνευμονία, ακόμη και σε επίπεδα χαμηλότερα από τα συνιστώμενα, σύμφωνα με νέα αμερικανική μελέτη.

Από ένα επίπεδο και πάνω ωστόσο, μπορεί να έχει δυνητικά επιβλαβή επίδραση.

Οι γιατροί συμβουλεύουν τους ενήλικες να κάνουν τουλάχιστον 150 λεπτά μέτριας έντασης άσκηση ή 75 λεπτά υψηλής έντασης άσκηση την εβδομάδα, καθώς και ασκήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα.

Εκτός από τη διατήρηση της καλής υγείας και την πρόληψη σοβαρών παθήσεων, η τακτική σωματική δραστηριότητα μπορεί επίσης να προστατεύσει από το θάνατο λόγω γρίπης ή πνευμονίας.

Οι ερευνητές θέλησαν να διερευνήσουν αν συγκεκριμένοι τύποι και διάρκεια άσκησης σχετίζονται με μείωση αυτού του κινδύνου.

Βασίστηκαν στις απαντήσεις 577.909 ενηλίκων που είχαν λάβει μέρος στην National Health Interview Survey (NHIS) μεταξύ 1998 και 2018.

Κατά τη διάρκεια μιας μέσης περιόδου παρακολούθησης εννιά ετών, πέθαναν 81.431 συμμετέχοντες και 1.516 από αυτούς τους θανάτους αποδόθηκαν σε γρίπη και πνευμονία.

Όσοι έκαναν αερόβια άσκηση και προπόνηση μυϊκής ενδυνάμωσης σε εβδομαδιαία βάση, είχαν 48% μικρότερο κίνδυνο θανάτου από γρίπη ή πνευμονία σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που δεν ασκούνταν.

Όσοι έκαναν μόνο αερόβια άσκηση, αντιμετώπιζαν 36% μικρότερο κίνδυνο, ενώ όσοι έκαναν μόνο ασκήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης δεν μείωσαν σημαντικά τον κίνδυνο.

Η αερόβια άσκηση για 10–149 λεπτά, 150–300 λεπτά και 301–600 λεπτά την εβδομάδα, συσχετίστηκε με 21%, 41% και 50% χαμηλότερο κίνδυνο σε σχέση με τη μη άσκηση, αντίστοιχα. Δεν παρατηρήθηκε πρόσθετο όφελος για όσους ξεπερνούσαν τα 600 λεπτά την εβδομάδα.

Σε ότι αφορά τη μυϊκή ενδυνάμωση, συγκριτικά με λιγότερες από δύο προπονήσεις την εβδομάδα, όσοι πετύχαιναν αυτό το στόχο, είχαν 47% μικρότερο κίνδυνο, οι επτά ή περισσότερες συνεδρίες την εβδομάδα ωστόσο, συσχετίστηκαν με 41% υψηλότερο κίνδυνο.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση British Journal of Sports Medicine.


Πηγή