Η προγεννητική έκθεση σε μεταβαλλόμενα επίπεδα βιταμίνης D και/ή θυρεοειδικών ορμονών, μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του παιδιού πολύ μετά τη γέννηση, σύμφωνα με νέα μελέτη ερευνητών της Ιατρικής Σχολής Joan C. Edwards του Πανεπιστημίου Μάρσαλ.
Η αναδρομική μελέτη ανέλυσε την παρουσία 20 διαφορετικών στοιχείων, θυρεοειδικών ορμονών και επιπέδων βιταμίνης D στο αίμα του ομφάλιου λώρου που συλλέχθηκε κατά τη γέννηση.
Τα επίπεδα αυτών των στοιχείων συγκρίθηκαν με το πόσο καλά ένα παιδί έφτασε τα αναπτυξιακά ορόσημα στο πλαίσιο των εξετάσεων που διεξήχθησαν μεταξύ της γέννησής του και της ηλικίας των 5 ετών.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι τα επίπεδα βιταμίνης D συσχετίστηκαν με καθυστέρηση στην ανάπτυξη της κινητικότητας του παιδιού, ενώ τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών συσχετίστηκαν με τη γνωστική του ανάπτυξη. Ορισμένα μέταλλα, όπως ο μόλυβδος, ο υδράργυρος, ο χαλκός και το μαγγάνιο, συσχετίστηκαν με την ανάπτυξη της γλώσσας, των γνωστικών ή κινητικών δεξιοτήτων.
«Η μελέτη μας καταδεικνύει τη σημασία του περιβάλλοντος της μήτρας», δήλωσε ο Δρ. Jesse Cottrell, επίκουρος καθηγητής μαιευτικής και γυναικολογίας στην Ιατρική Σχολή Joan C. Edwards και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
«Η μελέτη βρήκε πολλαπλές συσχετίσεις μεταξύ βασικών και τοξικών στοιχείων του ομφάλιου λώρου, των επιπέδων του θυρεοειδούς και της βιταμίνης D στην παιδική ανάπτυξη για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη γέννηση», πρόσθεσε.
«Δεν έχει γίνει επαρκής έρευνα για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ανάπτυξη των παιδιών από την ενδομήτρια έκθεσή τους σε διάφορα στοιχεία», δήλωσε η Δρ. Monica Valentovic, καθηγήτρια βιοϊατρικών επιστημών και συντονίστρια ερευνητικών ομάδων στην Ιατρική Σχολή Joan C. Edwards και συν-συγγραφέας της μελέτης.
«Η μελέτη των αρχικών δειγμάτων αίματος ομφάλιου λώρου που συλλέχθηκαν το 2013 και η μακροχρόνια παρακολούθηση των αναπτυξιακών αποτελεσμάτων, ενισχύουν σημαντικά τη βιβλιογραφία», πρόσθεσε.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο Biomedicine & Pharmacotherapy.
Πηγή