Είναι γνωστό ότι οι δίαιτες δυτικού τύπου, με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, ζάχαρη και επεξεργασμένα τρόφιμα, αυξάνουν τον κίνδυνο κατάθλιψης.
Νέα μελέτη του Πανεπιστημίου Macquarie σε 169 ενήλικες ηλικίας 17 έως 35 ετών διαπίστωσε ότι όσοι ακολουθούν δίαιτα δυτικού τύπου, είναι πιο πιθανό να έχουν χαμηλότερα επίπεδα κυνουρενικού οξέος, ενός μικρού μορίου το οποίο είναι σημαντικό για μια σειρά σωματικών λειτουργιών, ενώ ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης από εκείνους που ακολουθούν δίαιτες πλούσιες σε φρέσκα φρούτα και λαχανικά.
Είναι η πρώτη φορά που αναδεικνύεται η βιολογική σύνδεση που περιλαμβάνει το μονοπάτι της κυνουρενίνης.
Ο νευροεπιστήμονας Έντουιν Λιμ και η νευροψυχολόγος Χέδερ Φράνσις, ερευνητές στην Εταιρεία Ψυχικής Υγείας, σε συνεργασία με ψυχολόγο Ρίτσαρντ Στίβενσον, έλεγξαν τα ούρα των συμμετεχόντων για διάφορους βιολογικούς δείκτες, συμπεριλαμβανομένου του κυνουρενικού οξέος και της φλεγμονής, και τα συνέκριναν με το πόσο υγιεινή ήταν η διατροφή τους καθώς και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της κατάθλιψης.
«Όσοι ακολουθούσαν ανθυγιεινή διατροφή είχαν χαμηλότερα επίπεδα κυνουρενικού οξέος και πιο σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης. Αυτό δείχνει ότι το κυνουρενικό οξύ μπορεί να συμβάλλει στην προστασία από την κατάθλιψη» ανέφεραν.
Το ανθρώπινο σώμα έχει διάφορους τρόπους για να παράγει σημαντικά μόρια και μεταβολίτες που είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση της λειτουργίας του.
Ένα από αυτά τα σημαντικά μόρια είναι η τρυπτοφάνη – ένα απαραίτητο αμινοξύ που ο οργανισμός δεν μπορεί να φτιάξει μόνος του, το οποίο βρίσκεται σε τρόφιμα όπως τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα πουλερικά, οι μπανάνες, η βρόμη, οι ξηροί καρποί και οι σπόροι.
Τι είναι το κυνουρενικό οξύ και γιατί είναι σημαντικό;
Το σώμα μας διασπά την τρυπτοφάνη σε μεταβολίτες που χρησιμοποιούνται για τη ρύθμιση της συμπεριφοράς, την προστασία του εγκεφάλου και τον έλεγχο της φλεγμονής, η οποία συνδέεται με ασθένειες όπως ορισμένοι καρκίνοι, καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικό και άνοια.
Όταν διασπάται, η τρυπτοφάνη μπορεί να παράγει είτε σεροτονίνη και μελατονίνη -σημαντικές για τη διάθεση και τον ύπνο μας- είτε να υποστεί επεξεργασία από την οδό της κυνουρενίνης, η οποία δημιουργεί κυνουρενικό οξύ και άλλους σημαντικούς μεταβολίτες που συνδέονται με νευροεκφυλιστικές ασθένειες όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ.
Ο Λιμ λέει ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που κάποιος μπόρεσε να αποδείξει ότι η δυτικού τύπου διατροφή επιδρά στον τρόπο μεταβολισμού της τρυπτοφάνης σε κατά τα άλλα υγιείς νέους.
«Μέχρι σήμερα πιστευόταν ότι οι αλλαγές στον μεταβολισμό της τρυπτοφάνης οφείλονταν στη φλεγμονή, παρόλο που δεν υπήρχαν πειστικές κλινικές αποδείξεις για αυτό», λέει.
«Η μελέτη μας δείχνει επίσης ότι η ανάλυση ούρων μπορεί να είναι μια χρήσιμη εναλλακτική λύση στις εξετάσεις αίματος για τη συλλογή πολύτιμων βιολογικών πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το σώμα μας επεξεργάζεται την τρυπτοφάνη. Αυτό μπορεί να είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα καθώς δεν είναι μόνο απλούστερο αλλά και λιγότερο επεμβατικό, κάτι που είναι σημαντικό για ευάλωτα άτομα όπως είναι τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι».
Η Δρ Χέδερ Φράνσις, ανώτερη λέκτορας Κλινικής Νευροψυχολογίας στη Σχολή Ψυχολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Macquarie, λέει ότι είναι πολύ νωρίς για να πούμε εάν η στόχευση του κυνουρενικού οξέος μπορεί να αποτελέσει στο μέλλον επιλογή για τη θεραπεία της κατάθλιψης, όπως συμβαίνει με τη σεροτονίνη και τη χρήση αντικαταθλιπτικών.
«Υπάρχει, ωστόσο, μια σαφής σχέση μεταξύ του αυξημένου κινδύνου κατάθλιψης και της ανθυγιεινής διατροφής που είναι πλούσια σε λιπαρά, ζάχαρη και επεξεργασμένα τρόφιμα, δίνοντάς μας το κίνητρο να τρώμε περισσότερα φρέσκα λαχανικά και φρούτα», λέει.
Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους μεταβολίτες, τα επίπεδα κυνουρενικού οξέος στο σώμα είναι σημαντικά. Τα πολύ χαμηλά επίπεδα έχουν συνδεθεί με την κατάθλιψη, ενώ τα πολύ υψηλά με τη σχιζοφρένεια.
Παράγοντες όπως η σωματική δραστηριότητα παίζουν επίσης ρόλο, καθώς τα άτομα που αναφέρουν ότι ασκούνται τακτικά τείνουν να έχουν επίσης υγιή επίπεδα κυνουρενικού οξέος.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο περιοδικό Frontiers in Nutrition.
Πηγή