Κυριακή , 30 Ιούνιος 2024

Γιατί η κακή διατροφή οδηγεί σε αγχώδη διαταραχή και κατάθλιψη

Μια πρώτη στο είδος της μελέτη της χημείας και της δομής του εγκεφάλου και της διατροφής, δείχνει ότι μια κακής ποιότητας διατροφή μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στον εγκέφαλο που σχετίζονται με την κατάθλιψη και το άγχος.

Οι τομογραφίες εγκεφάλου δείχνουν αλλαγές στους νευροδιαβιβαστές και στον όγκο της φαιάς ουσίας σε άτομα που κάνουν κακή διατροφή, σε σχέση με εκείνους που ακολουθούν μεσογειακή διατροφή, η οποία θεωρείται πολύ υγιεινή.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι οι αλλαγές αυτές σχετίζονται με το μηρυκασμό σκέψεων, ένα μέρος των διαγνωστικών κριτηρίων για καταστάσεις που επηρεάζουν την ψυχική υγεία, όπως είναι η κατάθλιψη και το άγχος.

Όταν κάποιος ακολουθεί κακής ποιότητας διατροφή, παρατηρείται μειωμένο γ-αμινοβουτυρικό οξύ (GABA) και αυξημένο γλουταμινικό -και οι δύο νευροδιαβιβαστές-, καθώς και μειωμένος όγκος φαιάς ουσίας, στη μετωπιαία περιοχή του εγκεφάλου του. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τη συσχέτιση μεταξύ του τι τρώμε και του πώς αισθανόμαστε.

Η Δρ. Piril Hepsomali, από το Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, δήλωσε: «Μπορούμε να τρεφόμαστε καλά! Τελικά, βλέπουμε ότι οι άνθρωποι που κάνουν ανθυγιεινή διατροφή -με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και κορεσμένα λιπαρά- έχουν ανισόρροπη διέγερση και ανασταλτική νευροδιαβίβαση, καθώς και μειωμένο όγκο φαιάς ουσίας στο μετωπιαίο τμήμα του εγκεφάλου. Αυτό το τμήμα του εγκεφάλου εμπλέκεται σε θέματα ψυχικής υγείας, όπως η κατάθλιψη και το άγχος».

Ο ακριβής λόγος για τον οποίο η διατροφή επηρεάζει τον εγκέφαλο με αυτόν τον τρόπο είναι ακόμη υπό διερεύνηση. Είναι πιθανό η παχυσαρκία και οι τροφές που είναι πλούσιες σε κορεσμένα λίπη να προκαλούν αλλαγές στον μεταβολισμό και τη νευροδιαβίβαση του γλουταμινικού και του GABA, όπως έχει αποδειχθεί σε μελέτες σε ζώα.

Οι διακριτές μεταβολές του μικροβιώματος του εντέρου, λόγω μιας διατροφής πλούσιας σε κορεσμένα λιπαρά, πιστεύεται ότι έχουν αντίκτυπο στον κυτταρικό μηχανισμό που κινεί την παραγωγή τόσο του GABA όσο και του γλουταμινικού.

Έχει επίσης αποδειχθεί ότι μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά και ζάχαρη, μειώνει τον αριθμό των παρβαλβουμινικών ενδονευρώνων, οι οποίοι εκτελούν τον ρόλο της παροχής GABA εκεί όπου χρειάζεται.

Η ανθυγιεινή διατροφή έχει επίσης αντίκτυπο στο σάκχαρο, αυξάνοντας τη γλυκόζη και την ινσουλίνη στο αίμα. Αυτό αυξάνει το γλουταμινικό στον εγκέφαλο και το πλάσμα, μειώνοντας έτσι την παραγωγή και την απελευθέρωση του GABA. Η διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος και χοληστερόλη μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στις κυτταρικές μεμβράνες που μεταβάλλουν επίσης την απελευθέρωση των νευροδιαβιβαστών.

Αυτές οι αλλαγές στη χημεία του εγκεφάλου μπορεί να οδηγήσουν σε αλλαγές στον όγκο της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου, όπως παρατηρήθηκε σε αυτή τη μελέτη.

Η Δρ. Hepsomali συνέχισε: «Θα ήθελα να σημειώσω ότι το GABA και το γλουταμινικό εμπλέκονται στενά και στην όρεξη και την πρόσληψη τροφής. Το μειωμένο GABA και/ή το αυξημένο γλουταμινικό μπορεί επίσης να είναι ένας κινητήριος παράγοντας για την επιλογή ανθυγιεινών τροφών. Μπορεί δηλαδή να υπάρχει μια κυκλική σχέση μεταξύ της καλής διατροφής, του υγιέστερου εγκεφάλου, της βελτιωμένης ψυχικής υγείας και των καλύτερων επιλογών τροφίμων».

Τα ευρήματα δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο Nutritional Neuroscience.


Πηγή