Η σοβαρή απώλεια βάρους με αυστηρή δίαιτα χωρίς να είστε παχύσαρκοι, μπορεί να βλάψει μελλοντικά την υγεία σας, σύμφωνα με νέα μεγάλη μελέτη.
Άνθρωποι που ήταν αδύνατοι και έχασαν περίπου 4,5 κιλά διέτρεχαν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 μια δεκαετία μετά, σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους που δεν έκαναν ακραίες δίαιτες.
Ήταν επίσης πιο πιθανό να πάρουν βάρος, σύμφωνα με την έρευνα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, τα ευρήματα της οποίας οι επιστήμονες χαρακτήρισαν ανέλπιστα.
Πολλοί αδύνατοι άνθρωποι προσπαθούν να χάσουν λίπος ελπίζοντας να «χτίσουν» τους κοιλιακούς που βλέπουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Οι ερευνητές του Χάρβαρντ προειδοποιούν όμως ότι οι αυστηρές δίαιτες απώλειας βάρους πρέπει να ακολουθούνται μόνο από όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας.
Τα ευρήματα έδειξαν επίσης ότι οι αδύνατοι άνθρωποι που έχασαν βάρος ακολουθώντας μια μοντέρνα δίαιτα ή ένα εμπορικό πρόγραμμα απώλειας βάρους, ήταν πιο πιθανό να παχύνουν αργότερα στη ζωή τους.
Περίπου το 40% των Αμερικανών είναι υπέρβαροι, αλλά σύμφωνα με μία μελέτη στην οποία αναφέρθηκαν οι ερευνητές, οι μισές γυναίκες και το 20% των ανδρών που είναι αδύνατοι πιστεύουν ότι εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία (των υπέρβαρων).
Οι ειδικοί εξέτασαν δεδομένα για 200.000 υγιείς Αμερικανούς που συλλέχθηκαν μεταξύ 1988 και 2017. Εννέα στους δέκα συμμετέχοντες ήταν γυναίκες.
Οι συμμετέχοντες κατηγοριοποιήθηκαν με βάση τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) σε αδύνατους (υγιείς ή λιποβαρείς), υπέρβαρους ή παχύσαρκους.
Ένας υγιής ΔΜΣ σημαίνει ότι κάποιος έχει καλή αναλογία σωματικού λίπους / ύψους που δεν τον θέτει σε κίνδυνο ανάπτυξης παθήσεων που σχετίζονται με την παχυσαρκία, όπως είναι η υψηλή αρτηριακή πίεση.
Στη συνέχεια μοιράστηκαν σε δύο ομάδες, σε αυτούς που έχασαν 4,5 κιλά μέσα σε ένα χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών και σε αυτούς που δεν έχασαν.
Δόθηκαν επίσης στοιχεία για τη μέθοδο απώλειας βάρους: δίαιτα χαμηλών θερμίδων, συνδυασμός δίαιτας χαμηλών θερμίδων και άσκησης, νηστεία, εμπορικό πρόγραμμα απώλειας βάρους, χάπια αδυνατίσματος και συνδυασμός νηστείας, εμπορικού προγράμματος και χαπιών αδυνατίσματος.
Στη συνέχεια, οι επιστήμονες παρακολούθησαν τα ιατρικά αρχεία των συμμετεχόντων για άλλα 10 χρόνια. Μεταξύ των αδύνατων ατόμων, εκείνοι που έκαναν ακραία δίαιτα πήραν από 2 έως 7,7 κιλά παραπάνω από τους συνομηλίκους τους.
Από τους παχύσαρκους, όσοι ακολούθησαν ένα από τα τέσσερα προγράμματα (δίαιτα χαμηλών θερμίδων, άσκηση, δίαιτα χαμηλών θερμίδων και άσκηση και νηστεία) διατήρησαν την απώλεια βάρους (0,5 έως 1,2 κιλά) συγκριτικά με τους συνομηλίκους τους.
Οι παχύσαρκοι που ακολούθησαν τις τρεις άλλες μεθόδους -εμπορικό πρόγραμμα απώλειας βάρους, χάπια και συνδυασμό χαπιών, νηστείας και απώλειας βάρους- δεν πήραν πάνω από 2,8 κιλά επιπλέον σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους.
Μεταξύ των αδύνατων ανθρώπων, κανένα από τα διατροφικά προγράμματα δεν οδήγησε σε μεγαλύτερη απώλεια βάρους μια δεκαετία αργότερα, συγκριτικά με το να μην είχαν ακολουθήσει κάποιο από αυτά.
Το ίδιο ίσχυε και για τους υπέρβαρους, οι οποίοι πήραν έως και 7 κιλά παραπάνω από τους συνομήλικους τους.
Οι επιστήμονες εξέτασαν επίσης τον κίνδυνο διαβήτη.
Οι αδύνατοι άνθρωποι που υπέστησαν δραματική απώλεια βάρους είχαν έως και 54% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2 από τους συνομηλίκους τους.
Όλοι οι παχύσαρκοι όμως που ακολούθησαν πρόγραμμα απώλειας βάρους, είχαν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη από τους συνομηλίκους τους.
Οι υπέρβαροι ενήλικες που έχασαν βάρος γρήγορα είχαν έως και 42% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαβήτη από τους συνομηλίκους τους.
Ο Δρ. Qi Sun, επιδημιολόγος στο Χάρβαρντ και επικεφαλής της μελέτης, είπε: «Με έκπληξη διαπιστώσαμε για πρώτη φορά τη συσχέτιση της ταχείας απώλειας βάρους και του υψηλότερου κινδύνου διαβήτη τύπου 2 στους αδύνατους ανθρώπους. Τώρα γνωρίζουμε όμως, ότι οι παρατηρήσεις μας υποστηρίζονται από τη βιολογία, η οποία δυστυχώς συνεπάγεται δυσμενή αποτελέσματα για την υγεία όταν τα αδύνατα άτομα προσπαθούν να χάσουν βάρος σκόπιμα. Τα καλά νέα είναι ότι τα άτομα με παχυσαρκία θα ωφεληθούν σαφώς από την απώλεια λίγων κιλών και τα οφέλη για την υγεία τους διαρκούν ακόμη και όταν η απώλεια βάρους είναι προσωρινή».
Η απώλεια βάρους πιθανότατα οδήγησε σε βιολογικές αλλαγές στους αδύνατους ανθρώπους, θέτοντάς τους σε μεγαλύτερο κίνδυνο να πάρουν βάρος μελλοντικά.
Η ακραία απώλεια βάρους μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της γκρελίνης, της ορμόνης της πείνας, η οποία προκαλεί την αναζήτηση αλμυρών και γλυκών τροφίμων, επειδή ενεργοποιεί την περιοχή του εγκεφάλου που σχετίζεται με την ανταμοιβή.
Οι ερευνητές προειδοποιούν για τη συσσώρευση λιποκυττάρων στους αδύνατους ανθρώπους και την επακόλουθη απελευθέρωση γκρελίνης.
Ταυτόχρονα, η ταχεία απώλεια βάρους οδήγησε σε χαμηλότερα επίπεδα ανορεξιγόνων ορμονών -όπως η λεπτίνη- που βοηθούν στην καταστολή της πείνας.
Μελέτες υποδεικνύουν επίσης ότι τα άτομα αυτά μειώνονται οι καύσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση περισσότερης ενέργειας.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Plos Medicine.
Πηγή