Τρίτη , 17 Δεκέμβριος 2024

Δακτυλιοειδές κοκκίωμα: Οι τύποι της δερματικής πάθησης, οι αιτίες και η αντιμετώπιση

To δακτυλιοειδές κοκκίωμα είναι μια φλεγμονώδης, χρόνια πάθηση του δέρματος. Είναι εντελώς ακίνδυνη και είναι συχνότερη στις γυναίκες.

Η συγκεκριμένη δερματοπάθεια εκδηλώνεται με βλάβες σε δακτυλιοειδή διάταξη, που εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στη ραχιαία επιφάνεια των άνω και κάτω άκρων, τους αγκώνες και τα γόνατα. Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να εξαπλωθεί και στον κορμό. Εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες, αλλά κυρίως σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες.

Πώς αναπτύσσεται

Η αιτιολογία του δακτυλιοειδούς κοκκιώματος είναι άγνωστη, αν και σε κάποιες περιπτώσεις σχετίζεται με τον διαβήτη, τον θυρεοειδή, τη λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας, τη δυσλιπιδαιμία, το λέμφωμα και το AIDS. Επίσης, έχουν υπάρξει περιστατικά που προέρχονται από το τσιμπήματα ζώων ή των εντόμων, την έκθεση στον ήλιο, το τεστ μαντού και τον εμβολιασμό.

Οι τύποι του δακτυλιοειδούς κοκκιώματος

Υπάρχουν τρεις τύποι δακτυλιοειδούς κοκκιώματος με διαφορές ως προς τα συμπτώματά τους.

Εντοπισμένο: Είναι ο πλέον συνηθισμένος τύπος και προσβάλει τα άκρα, τους καρπούς και τους αστραγάλους προκαλώντας αλλοιώσεις με κυκλικό ή ημικυκλικό σχήμα.

Διάχυτο: Προκαλεί αλλοιώσεις στον κορμό, στα χέρια και στα πόδια και ίσως προκαλέσει φαγούρα.

Υποδόρια: Εμφανίζεται κυρίως στα παιδιά και παράγει ένα σκληρό κομμάτι κάτω από το δέρμα.

Οι θεραπευτικές επιλογές

Καθώς η δερματική πάθηση δεν είναι επιβλαβής για την υγεία είναι στη διακριτική σας ευχέρεια να προβείτε σε θεραπεία.

Οι επιλογές που έχετε στη διάθεσή σας είναι οι εξής:

Κρέμες κορτικοστεροειδών: Συμβάλουν στην επίλυση του εξανθήματος και στην ελάττωση του κνησμού.

Κρυοθεραπεία: Συστήνεται όταν η δερματική βλάβη είναι μικρής έκτασης.

Ένεση κορτιζόνης: Σε εντοπισμένες και οζώδεις μορφές μπορεί να γίνει ένεση πάνω στην βλάβη.

Χορήγηση φαρμάκων δια του στόματος: Ο δερματολόγος μπορεί να σας συνταγογραφήσει φάρμακα όπως η κορτιζόνη, η ισοτρετινοίνη, η μεθοτρεξάτη, η δαμψόνη, η υδροξυχλωροκίνη, οι τετρακυκλίνες και η κυκλοσπορίνη.


Πηγή