Τα τρόφιμα χωρίς γλουτένη κερδίζουν σταθερά έδαφος τα τελευταία χρόνια, καθώς τα προτιμά περίπου το 25% των καταναλωτών.
Η γλουτένη είναι μείγμα πρωτεϊνών που περιέχεται στους σπόρους των δημητριακών, όπως το σιτάρι, η βρόμη και το κριθάρι. Λειτουργεί ως τροφή για το φυτό κατά τη διάρκεια της βλάστησης.
Σε επόμενα στάδια, επηρεάζει την ελαστικότητα της ζύμης, δρώντας ως συγκολλητική ουσία που κρατά ενωμένη την τροφή και καθορίζοντας τη μάσηση των ψημένων προϊόντων.
Η γλουτένη δεν πρέπει να καταναλώνεται από τους πάσχοντες από κοιλιοκάκη, μία αυτοάνοση πάθηση που πυροδοτεί μία ανοσολογική απάντηση που διαταράσει το εντερικό επιθήλιο. Επίσης εμποδίζει τη φυσιολογική απορρόφηση των ζωτικής σημασίας θρεπτικών ουσιών.
Μία άλλη πάθηση που επηρεάζεται από τη γλουτένη είναι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, μία χρόνια διαταραχή του γαστρεντερικού, που αφορά περίπου στο 7-20% των ενηλίκων στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το επιστημονικό περιοδικό Gastroenterology & Hepatology.
Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι έχουν ευαισθησία στη γλουτένη είναι πολλοί περισσότεροι, με αποτέλεσμα να καταναλώνουν προϊόντα απαλλαγμένα από τη συγκεκριμένη πρωτεΐνη, χωρίς λόγο.
Πολλοί γονείς δίνουν και στα παιδιά τους προϊόντα χωρίς γλουτένη, αγνοώντας τους κινδύνους που μπορεί να έχει αυτή η συνήθεια.
Όπως προειδοποιούν αμερικανοί επιστήμονες, η διατροφή χωρίς γλουτένη ενδέχεται να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό στα παιδιά τα οποία δεν πάσχουν από δυσανεξία, ευαισθησία ή αλλεργία στο σιτάρι.
Επιπλέον, η διατροφή χωρίς γλουτένη μπορεί να συνοδεύεται από ορισμένους κινδύνους, ιδίως όταν την ακολουθεί κάποιος δίχως την καθοδήγηση ενός πεπειραμένου γιατρού ή διαιτολόγου.
Ο βασικός λόγος είναι ότι τα τρόφιμα χωρίς γλουτένη συχνά έχουν αυξημένη περιεκτικότητα σε λιπαρά και ζάχαρη και μελέτες έχουν δείξει πως μια τέτοια διατροφή χωρίς γλουτένη σχετίζεται με τους εξής κινδύνους:
Πηγή