Πρόσφατες μελέτες υποδηλώνουν ότι το βάρος των περιεμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων είναι μεγαλύτερο από ότι γενικά γίνεται αντιληπτό.
Περίπου το 80% των γυναικών εμφανίζουν αγγειοκινητικά συμπτώματα – εξάψεις και νυχτερινές εφιδρώσεις – καθώς μπαίνουν στη φάση της εμμηνόπαυσης. Για πολλούς, τα συμπτώματα είναι διαχειρίσιμα. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό των γυναικών μέσης ηλικίας εμφανίζουν εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα που επηρεάζουν αρνητικά τον ύπνο, τη διάθεση και τη συνολική ποιότητα ζωής των γυναικών.
Η μετάβαση στην εμμηνόπαυση, τόνισε η κα Καίτη Αντωνοπούλου, Ταμίας και Υπεύθυνη Επικοινωνίας της Ελληνικής Εταιρείας Εμμηνόπαυσης, αντιπροσωπεύει μια περίοδο αυξημένης ευπάθειας στις διαταραχές της διάθεσης και του άγχους για τις γυναίκες. Μελέτη στην οποία συμμετείχαν 443 γυναίκες, ηλικίας 42 – 52 ετών, και παρακολουθούντο για διάστημα 13 ετών, έδειξε ότι 39% των γυναικών παρουσίασε ένα επεισόδιο μείζονος κατάθλιψης. Οι γυναίκες χωρίς ιστορικό κατάθλιψης κατά την έναρξη της μελέτης είχαν χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης από εκείνες με προηγούμενο ιστορικό (28% έναντι 59%).
Είναι γεγονός ότι ι κλινικοί γιατροί μπορεί να μην γνωρίζουν 100% ότι οι γυναίκες βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης. Αυτό συμβαίνει, γιατί σήμερα υπάρχει αυξημένη συνειδητοποίηση των ψυχιατρικών ασθενειών στον περιγεννητικό πληθυσμό αφού υπάρχουν συστάσεις να εξετάζονται όλες οι ενήλικες γυναίκες για κατάθλιψη, υπογραμμίζοντας τη σημασία της εξέτασης κυρίως σε πληθυσμούς με ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο κατάθλιψης, συμπεριλαμβανομένων των εγκύων και των γυναικών μετά τον τοκετό. Ωστόσο, δεν υφίσταται το ίδιο επίπεδο επαγρύπνησης για τις γυναίκες σε εμμηνόπαυση, οι οποίες είναι επίσης ευάλωτες σε καταθλιπτικές ασθένειες σε αυτό το σημείο της ζωής τους.
Η εμμηνοπαυσιακή κατάθλιψη μπορεί να μην φαίνεται τόσο σημαντική και επικίνδυνη όσο η κατάθλιψη σε έγκυες και νέες μητέρες. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά στοιχεία που υποδηλώνουν ότι εάν δεν αντιμετωπιστούν σωστά τα συμπτώματα, μπορεί να έχουν πολύ υψηλό κόστος στην κοινωνία και στο σύστημα υγείας της κάθε χώρας.
Σύμφωνα με μια μελέτη, οι γυναίκες με ψυχολογικά προβλήματα κατά την εμμηνόπαυση είχαν σημαντικά υψηλότερη χρήση των πόρων υγειονομικής περίθαλψης από ό, τι οι γυναίκες χωρίς συμπτώματα: 82% περισσότερες επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία σε σύγκριση με τις επισκέψεις του γενικού πληθυσμού και 121% υψηλότερες επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία σε σύγκριση με εμμηνοπαυσιακές γυναίκες που δεν παρουσίασαν ψυχολογικά προβλήματα. Επιπλέον, τα εμμηνοπαυσιακά ψυχολογικά συμπτώματα συμβάλλουν σε υψηλά ποσοστά απουσίας στο χώρο εργασίας. Μία μελέτη έδειξε η έμμεση οικονομική απώλεια λόγω χαμένης εργασίας είναι 700 ευρώ ανά γυναίκα ετησίως.
Οι γυναικολόγοι σύμφωνα με την κα Καίτη Αντωνοπούλου, διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην ανίχνευση της περιεμηνοπαυσιακής κατάθλιψης και στην έγκυρη παραπομπή στους ειδικούς (ψυχίατρο ή ψυχολόγο). Ωστόσο, πρέπει να δίδονται αφενός μεν τα κατάλληλα εργαλεία για τον έλεγχο της κατάθλιψης, έτσι ώστε αυτή η κατηγορία των γυναικών να μην μένει αβοήθητη αφετέρου δε έγκυρες και περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την κατάθλιψη κατά την εμμηνόπαυση ώστε οι παρανοήσεις σχετικά με την εμμηνόπαυση να μην εμποδίζουν τις γυναίκες να πάρουν τη βοήθεια που χρειάζονται.
Περισσότερες πληροφορίες στην σελίδα της Ελληνικής Εταιρείας Εμμηνόπαυσης www.eletem.gr
Πηγή