Στην εμμηνόπαυση οι γυναίκες σταματούν να έχουν περίοδο, κάτι που συνήθως συμβαίνει στην ηλικία μεταξύ 45 και 55 ετών.
Πρόκειται για φυσιολογικό σύμπτωμα της γήρανσης και προκαλείται από την πτώση των επιπέδων των οιστρογόνων, των ορμονών του φύλου.
Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης αντικαθιστά τις ορμόνες και είναι η κύρια θεραπεία που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, τα οποία μπορεί να είναι σοβαρά και να διαταράξουν την καθημερινότητα της γυναίκας.
Σύμφωνα με νέα μελέτη, μια φυτοφαγική και με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά διατροφή, μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματική με τη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης για τις γυναίκες στην εμμηνόπαυση.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που σταμάτησαν να καταναλώνουν προϊόντα ζωικής προέλευσης και έτρωγαν περισσότερα όσπρια, μείωσαν σε τρεις μήνες τις εξάψεις κατά 88%.
Συγκριτικά, τα τζελ, τα έμπλαστρα και τα χάπια είναι έως και 90% αποτελεσματικά.
Η δίαιτα, η οποία παροτρύνει επίσης τις γυναίκες να αποφεύγουν τα αβοκάντο και τους ξηρούς καρπούς, τις βοήθησε να χάσουν έως και 8 κιλά, κατά μέσο όρο.
Ωστόσο, οι ειδικοί συμβουλεύουν τις γυναίκες να είναι προσεκτικές όταν εξετάζουν φυσικές εναλλακτικές της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης.
Οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο George Washington παρακολούθησαν 84 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, καμία από τις οποίες δεν λάμβανε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης εκείνη την περίοδο.
Οι συμμετέχουσες ήταν μεταξύ 40 και 65 ετών και όλες είχαν δύο μέτριες έως σοβαρές εξάψεις την ημέρα.
Όλες είχαν την τελευταία τους περίοδο μεταξύ ενός και 10 ετών πριν από την έναρξη της μελέτης.
Η μία ομάδα γυναικών ακολούθησε vegan διατροφή με σόγια, ενώ η άλλη συνέχισε να τρώει κανονικά.
Τα μέλη της ομάδας των vegan έπρεπε να τρώνε μισό φλιτζάνι σόγια μαγειρεμένη σε χύτρα ταχύτητας κάθε μέρα.
Έπρεπε επίσης να ελαχιστοποιήσουν τα έλαια και τα λιπαρά τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων των ξηρών καρπών και των αβοκάντο, και να αποφεύγουν εντελώς τα ζωικά προϊόντα.
Οι γυναίκες κλήθηκαν να καταγράψουν τις εξάψεις τους μέσω μιας εφαρμογής στο τηλέφωνό τους, σημειώνοντας πότε εμφανίστηκαν, πόσο διαρκούσαν και πόσο έντονες ήταν.
Οι ειδικοί κατέγραψαν επίσης τα επίπεδα άσκησης, τη διατροφική πρόσληψη, το σωματικό βάρος, το ύψος και την κατάσταση της υγείας τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη μελέτη.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο αριθμός των εξάψεων στην ομάδα των vegan μειώθηκε από έξι σε 1,4 την εβδομάδα.
Στην ομάδα ελέγχου μειώθηκαν σε 3,4 από 5,7 κατά μέσο όρο.
Εν τω μεταξύ, τα μέλη της ομάδας της σόγιας είδαν το βάρος τους να πέφτει από 74,8 κιλά σε 71,1.
Ο επικεφαλής συγγραφέας Δρ. Neal Barnard είπε: «Δεν καταλαβαίνουμε ακόμη πλήρως γιατί λειτουργεί αυτός ο συνδυασμός. Φαίνεται όμως ότι τα τρία βασικά στοιχεία είναι η αποφυγή ζωικών προϊόντων, η μείωση των λιπαρών και η προσθήκη μιας μερίδας σόγιας».
Οι ειδικοί πιστεύουν ότι το αποτέλεσμα μπορεί να προκαλείται από μια ουσία που περιέχει η σόγια.
Πρόκειται για την Daidzein, μια φυσική ένωση που βρίσκεται αποκλειστικά στη σόγια και άλλα όσπρια και ανήκει δομικά σε μια κατηγορία ενώσεων γνωστές ως ισοφλαβόνες. Όταν χωνεύεται, μετατρέπεται σε equol, ένα οιστρογόνο ισοφλαβανδιόλης, που οι ιδιότητές του μοιάζουν με αυτές των οιστρογόνων.
Η πέψη γίνεται στο έντερο και βελτιώνεται με μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες, όπως αυτή που ακολουθούν οι vegan, τονίζουν οι ειδικοί.
Ο Δρ. Barnard πρόσθεσε: «Αυτά τα νέα ευρήματα υποδηλώνουν ότι μια αλλαγή στη διατροφή μπορεί να αποτελέσει θεραπεία πρώτης γραμμής για τα ενοχλητικά αγγειοκινητικά συμπτώματα, συμπεριλαμβανομένων των νυχτερινών εφιδρώσεων και των εξάψεων».
Μελέτες έχουν δείξει ότι το 32% των γυναικών θα προτιμούσαν να ακολουθήσουν δίαιτα και άσκηση, να βελτιώσουν τον ύπνο τους και να πάρουν συμπληρώματα αντί για θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης.
Οι γυναίκες πρέπει να είναι όμως προσεκτικές, καθώς οι ποιότητες της σόγιας ποικίλλουν δραματικά.
Μια δίαιτα με λίγα λιπαρά μπορεί να αποδειχθεί ανθυγιεινή αν αναλογιστεί κανείς τα οφέλη της μεσογειακής διατροφής, η οποία περιλαμβάνει καλά λιπαρά που απαιτούνται για την παραγωγή και την εξισορρόπηση των ορμονών.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Menopause.
Πηγή