Η εγκυμοσύνη αντιπροσωπεύει μια περίοδο δυναμικών αλλαγών αναφορικά με τη δομή και τη φυσιολογία τόσο της μητέρας όσο και του αναπτυσσόμενου εμβρύου.
Μετά τη 12η εβδομάδα τα επίπεδα της ενεργού μορφής της βιταμίνης 1,25 (ΟΗ)2D διπλασιάζονται ώστε να διασφαλιστεί η απαιτούμενη ποσότητα ασβεστίου για τη διατήρηση του οστικού ιστού στη μητέρα αλλά και η ομαλή ενδομήτριος ανάπτυξη του εμβρυϊκού σκελετού.
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D στη μητέρα σχετίζεται με διαταραχές του μεγέθους των οστών και της οστικής πυκνότητας μετά τη γέννηση, ενώ είναι πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση του κινδύνου εμφάνισης οστεοπορωτικού κατάγματος στη ενήλικο ζωή. Επιπλέον, η ανοσο-ρυθμιστική δράση της βιταμίνης D ελέγχει καθοριστικά την ανοσοβιολογική ανεκτικότητα της μητέρας στο εμβρυϊκό DNA, δηλαδή την αναγνώριση του εμβρύου από το ανοσοποιητικό της σύστημα. Επίσης, συμβάλλει στην πρόληψη της φλεγμονής και στην καλή λειτουργία του αγγειακού τοιχώματος, προλαμβάνοντας έτσι την ισχαιμία του πλακούντα και την προεκλαμψία, μια σοβαρή υπερτασική διαταραχή της κύησης.
Οι χαμηλές συγκεντρώσεις βιταμίνης D κατά την εγκυμοσύνη σχετίζονται επίσης με:
- Κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδη διαβήτη κύησης (GDM). Η εμφάνιση GDM συσχετίζεται με σοβαρές ανεπιθύμητες καταστάσεις, όπως προεκλαμψία, υψηλό κίνδυνο καισαρικής τομής, αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης μεταβολικού συνδρόμου και σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ. Ο GDM μπορεί να συμβάλει επίσης στη γέννηση υπέρβαρου νεογνού, στη νεογνική υπογλυκαιμία, στην αναπνευστική δυσφορία, στην παιδική παχυσαρκία, στον προδιαβήτη ή τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι ή ΙΙ και στην εκδήλωση καρδιαγγειακών παθήσεων κατά την ενήλικο ζωή,
- Εμφάνιση σοβαρής υπασβεστιαιμίας σε νεογνά,
- Αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης μη ειδικής βακτηριακής κολπίτιδας συνδεόμενης με επιπλοκές όπως καθ’ έξιν αποβολές, πρόωρο τοκετό και γέννηση νεογνών χαμηλού βάρους,
- Αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων στο νεογνό, μη φυσιολογική ανάπτυξη των πνευμόνων, αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης παιδικού άσθματος και αλλεργιών,
- Μη φυσιολογική ανάπτυξη του νευρικού συστήματος και των αισθητηρίων οργάνων που πιθανώς συμβάλλει στην εκδήλωση νευρολογικών νοσημάτων –όπως η πολλαπλή σκλήρυνση– κατά την ενήλικο ζωή.
Παγκοσμίως, 54% των εγκύων γυναικών και 75% των νεογέννητων παρουσιάζουν έλλειψη ή ανεπάρκεια βιταμίνης D. Η συστηματική χορήγηση βιταμίνης D συνιστάται πλέον σε έγκυες γυναίκες, όμως η συνιστώμενη ημερήσια δόση και η χρονική περίοδος έναρξης της θεραπείας ποικίλλει.
Καθώς περαιτέρω έρευνες θα επικεντρωθούν στα πιθανά οφέλη και τη βέλτιστη δοσολογία της βιταμίνης D κατά την εγκυμοσύνη, γίνεται κατανοητό ότι η επαρκής διατροφική πρόσληψη μέσω της κατανάλωσης πλούσιων σε βιταμίνη D τροφών, όπως λιπαρών ψαριών ή εμπλουτισμένων με vit D γαλακτοκομικών προϊόντων, συμβάλλει αποτελεσματικά στην καλή υγεία της μητέρας και του εμβρύου.
Ευάγγελος Ι. Καζάκος, MD, MSc, PhD, DTM&H
Ιατρός Βιοπαθολόγος ADTECH.config.placements[5933563] = { params: { alias: “”, key:””, target: “_blank” } };
Πηγή