Η πρόληψη και αποφυγή λοιμωδών νοσημάτων μέσω των εμβολιασμών θεωρείται μία από τις δέκα σημαντικότερες εξελίξεις στην ιατρική κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Ο
εμβολιασμός
προστατεύει μέσω της ενεργητικής
ανοσοποίησης, της διαδικασίας δηλαδή
κατά την οποία η χορήγηση ολόκληρου ή
τμήματος ενός μικροοργανισμού ή ενός
τροποποιημένου προϊόντος του μπορεί
να προκαλέσει τη παραγωγή αντισωμάτων
και κατά συνέπεια προστασία παρόμοια
με εκείνη που παρέχει η φυσική νόσηση.
Ορισμένα
εμβόλια παρέχουν σχεδόν πλήρη και διά
βίου προστασία ενάντια στη νόσο (ιλαρά,
ερυθρά), άλλα προστατεύουν μόνο έναντι
των σοβαρών εκδηλώσεων (πνευμονιόκοκκος),
ενώ κάποια πρέπει να επαναλαμβάνονται
περιοδικά για να εξασφαλίσουν προστασία
(τέτανος, κοκκύτης). Η ανοσολογική
απόκριση στον εμβολιασμό εξαρτάται
τόσο από τα χαρακτηριστικά του εμβολίου,
όσο και από ιδιότητες του εμβολιαζόμενου,
πχ η ηλικία, προηγούμενη ανοσία,
συννοσηρότητες και γενετικά χαρακτηριστικά.
Σε
χώρες με οργανωμένα προγράμματα
εμβολιασμού έχει παρατηρηθεί σημαντική
μείωση της επίπτωσης των νοσημάτων που
προλαμβάνονται με τους εμβολιασμούς,
ενώ η πολυετής και πολύπλευρη επιτήρηση
δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της
ασφάλειας των εμβολίων. Η μείωση που
καταγράφεται υπερβαίνει το 95% για τα
περισσότερα νοσήματα για τα οποία
υπάρχουν εμβόλια. Η ευλογιά έχει
εξαλειφθεί από τα τέλη της δεκαετίας
του 1970, η πολιομυελίτιδα καταγράφεται
με ελάχιστες περιπτώσεις σε αναπτυσσόμενες
χώρες, ενώ νοσήματα όπως η διφθερίτιδα
και ο τέτανος μετρούν λίγα περιστατικά
ετησίως σε χώρες με οργανωμένα προγράμματα
εμβολιασμού. Χαρακτηριστικό επίσης
είναι το παράδειγμα της μηνιγγίτιδας
από Haemophilusinfluenzae
type
b,
η οποία νόσος συνοδευόταν από ιδιαίτερα
υψηλή θνητότητα στο παιδιατρικό πληθυσμό.
Η εισαγωγή του εμβολίου στα τέλη της
δεκαετίας του 1980 οδήγησε σχεδόν στην
εξαφάνιση της στα πλήρως εμβολιασμένα
παιδιά αλλάζοντας εντελώς τα επιδημιολογικά
δεδομένα σε όλες τις χώρες του πλανήτη.
Τα εμβόλια όμως έχουν και αντικαρκινική
δράση όπως είναι η εντυπωσιακή μείωση
που έχει καταγραφεί και στους καρκίνους
του τραχήλου της μήτρας μετά την εισαγωγή
του εμβολίου έναντι του ιού των ανθρωπίνων
θηλωμάτων (HPV)
στα κορίτσια.
Παρά
τα προφανή οφέλη, η διστακτικότητα
απέναντι στον εμβολιασμό παρουσιάζει
αυξητική τάση παγκοσμίως, με τις
συχνότερες αιτιάσεις να αφορούν στην
ασφάλεια και σπανιότερα στην
αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Τα
εμβόλια έχουν πέσει θύματα της επιτυχίας
τους, καθώς η επίπτωση σοβαρών νοσημάτων
που προλαμβάνονται με τους εμβολιασμούς
έχει μειωθεί δραματικά με αποτέλεσμα
τόσο οι γονείς, αλλά συχνά και οι
επαγγελματίες υγείας να μην αναγνωρίζουν
τα δυνητικά σοβαρά επακόλουθα τους.
Άλλοι παράγοντες που ιστορικά
μειώνουν
τα ποσοστά εμβολισμών των παιδιών είναι
οι πολεμικές συρράξεις, η διαταραχή της
κοινωνικής συνοχής και η οικονομική
ανέχεια. Πολύ πρόσφατα δε η πανδημία
της COVID-19
λοίμωξης συνετέλεσε ώστε να μειωθεί
σημαντικά η εμβολιαστική κάλυψη
παγκοσμίως, γεγονός που έχει οδηγήσει
στη πρόσφατη έξαρση των κρουσμάτων
ιλαράς και κοκκύτη.
Η
φαρέτρα της πρόληψης δεν υπήρξε ποτέ
πιο ισχυρή από σήμερα και αναμένεται
να ενισχυθεί περαιτέρω τα επόμενα
χρόνια. Η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών
έχει αποφέρει καρπούς και στον τομέα
των εμβολιασμών. Οι παιδίατροι έχουν
την εξαιρετική τύχη, αλλά και την τεράστια
υποχρέωση να παραδώσουν γενιές παιδιών
προστατευμένες από πολλά και σοβαρά
νοσήματα, γενιές πιο υγιών ενηλίκων.
Γράφει ο
Νίκος Π. Σπυρίδης
Παιδίατρος
Διευθυντής Παιδιατρικής Κλινικής Μητέρα
Πηγή