Οι άνθρωποι που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση μετά από κάταγμα στο χέρι ή το πόδι, κάνουν συνήθως αντιπηκτικές ενέσεις για να μειώσουν τον κίνδυνο θρόμβωσης στα πόδια και τους πνεύμονες, μια απειλητικής κατάστασης για τη ζωή.
Νέα μεγάλη μελέτη διαπίστωσε ότι η ασπιρίνη μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματική με τις ενέσεις ηπαρίνης όσον αφορά την πρόληψη των θρόμβων και των σχετικών επιπλοκών.
«Οι ασθενείς σε όλη τη Βόρεια Αμερική που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση για κατάγματα διατρέχουν κίνδυνο θρόμβωσης στα πόδια και τους πνεύμονες και η τυπική θεραπεία προβλέπει ενέσεις ηπαρίνης για εβδομάδες μετά το χειρουργείο», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης Δρ. Robert O’Toole, επικεφαλής της ορθοπεδικής στο Πανεπιστήμιο του Maryland.
«Οι ενέσεις γίνονται δύο φορές την ημέρα και οι ασθενείς δυσφορούν» είπε.
Οι ενέσεις ηπαρίνης είναι επίσης πολύ πιο ακριβές από την ασπιρίνη.
Στη μελέτη συμμετείχαν πάνω από 12.000 ασθενείς με κάταγμα χεριού ή ποδιού που απαιτούσε χειρουργική επέμβαση ή κάταγμα λεκάνης. Οι ασθενείς έλαβαν φροντίδα σε κέντρα τραυμάτων.
Από αυτούς, οι μισοί έλαβαν ενέσεις ηπαρίνης δύο φορές την ημέρα και οι άλλοι μισοί ασπιρίνη σε χαμηλή δόση επίσης δύο φορές την ημέρα. Όλοι οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για 90 ημέρες.
Τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες. Δεν υπήρχαν διαφορές όσον αφορά το θάνατο, τους θρόμβους αίματος στους πνεύμονες, τις αιμορραγικές επιπλοκές, τη λοίμωξη ή τα προβλήματα επούλωσης των πληγών, έδειξε η μελέτη.
Οι συμμετέχοντες στην ομάδα ασπιρίνης ήταν πιο πιθανό να αναπτύξουν θρόμβο κάτω από το γόνατο, ο οποίος σύμφωνα με τον O’Toole δεν θεωρείται τόσο σοβαρός όσο οι άλλοι τύποι θρόμβων αίματος.
«Πολλοί ασθενείς χωρίς οικονομικούς πόρους ή ασφάλιση λαμβάνουν ασπιρίνη λόγω του κόστους της ηπαρίνης. Αυτή η μελέτη είναι καθησυχαστική για αυτούς τους ασθενείς» πρόσθεσε.
Οι ερευνητές θέλουν να επιβεβαιώσουν εάν τα ευρήματα ισχύουν και για άτομα που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για την ανάπτυξη θρόμβων μετά από χειρουργική επέμβαση, δήλωσε ο O’Toole.
Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση New England Journal of Medicine.
Πηγή