Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πρέπει να παρακολουθείται στενά η θυρεοειδική λειτουργία της μητέρας, καθώς η ανώμαλη λειτουργία του θυρεοειδούς μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στη συμπεριφορά του παιδιού.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα επίπεδα των ορμονών του αδένα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μπορεί να διαμορφώσουν τα συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα των αγοριών προσχολικής ηλικίας.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου το έμβρυο εξαρτάται από τη μητέρα για την παροχή θυρεοειδικών ορμονών, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για τη φυσιολογική ανάπτυξη του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματός του.
Η στέρηση της μητρικής θυρεοειδικής ορμόνης λόγω υποθυρεοειδισμού, μπορεί να έχει μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο έμβρυο.
Επιστημονική μελέτη υποστηρίζει ότι τα παιδιά μητέρων με την πάθηση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης και μειωμένη ψυχοκινητική (νοητική και κινητική) ανάπτυξη.
Το θετικό είναι ότι η θεραπευτική αγωγή επιτρέπει στις μέλλουσες μητέρες να αποκτήσουν υγιή μωρά.
Όσες πάσχουν από θυρεοειδίτιδα Hashimoto -μια αυτοάνοση πάθηση κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στον θυρεοειδή αδένα προκαλώντας του βλάβη που οδηγεί σε υποθυρεοειδισμό- διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο απώλειας εγκυμοσύνης, αλλά και θνησιγένειας και αποβολής, σύμφωνα με κάποιες μελέτες.
Η εύρεση του προβλήματος και η έγκαιρη θεραπεία του υποθυρεοειδισμού στα αρχικά στάδια της εγκυμοσύνης μπορεί να αποτρέψει τις επιβλαβείς επιπτώσεις του μητρικού υποθυρεοειδισμού στο έμβρυο.
Τα βρέφη μητέρων με υπερθυρεοειδισμό έχουν υψηλότερες πιθανότητες να γεννηθούν πρόωρα και να είναι λιποβαρή. Εκείνα που γεννιούνται από μητέρες που πάσχουν από τη νόσο του Graves -μια αυτοάνοση νόσο που η επίθεση του ανοσοποιητικού στον θυροειδή προκαλεί υπερέκκριση ορμονών και οδηγεί σε υπερθυροειδισμό- έχουν 1% πιθανότητα να αποκτήσουν νεογνική νόσο του Graves. Κάποια από αυτά χρειάζονται νοσηλεία και εντατική θεραπεία. Στην πιο σοβαρή μορφή του, ο υπερθυρεοειδισμός στο νεογέννητο μπορεί να αποβεί μοιραίος.
Με προηγούμενα δεδομένα που περιγράφουν πιθανές συσχετίσεις μεταξύ των επιπέδων της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) και της ελεύθερης θυροξίνης (FT4) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της ανάπτυξης προβλημάτων συμπεριφοράς στους απογόνους, ερευνητές μελέτησαν 1.860 ζεύγη μητέρων και των παιδιών τους από το Ma’anshan Birth Cohort στην Κίνα. Εξέτασαν επανειλημμένα τα επίπεδα των συγκεκριμένων θυρεοειδικών ορμονών της μητέρας όπως και τα αντισώματα κατά θυρεοειδικής υπεροξειδάσης (αντι-ΤΡΟ) στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Επίσης, παρακολούθησαν τις οικογένειες όταν τα παιδιά ήταν 4 ετών και τις έβαλαν να συμπληρώσουν μια λίστα για να αξιολογήσουν τα προβλήματα συμπεριφοράς τους.
Τα επίπεδα TSH και FT4 της μητέρας κατηγοριοποιήθηκαν αντίστοιχα σε υψηλά, μέτρια και χαμηλά. Tο 4,4% θεωρήθηκε ότι είχε υψηλά επίπεδα TSH, το 27,8% μέτρια επίπεδα και το 67,8% χαμηλά. Το 14,6% των γυναικών είχε υψηλά επίπεδα FT4, το 52,4% μέτρια και το 33% χαμηλά.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα αυξημένα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζονται με υπερδιπλάσια αύξηση των πιθανοτήτων πολλαπλών συναισθηματικών προβλημάτων ή προβλημάτων συμπεριφοράς στα αγόρια ηλικίας 4 ετών, ενώ τα μέτρια έως χαμηλά επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών με υπερτριπλάσια αύξηση των πιθανοτήτων επιθετικής συμπεριφοράς.
Πιο αναλυτικά, τα αγόρια, μητέρων με υψηλά επίπεδα TSH βρέθηκε ότι αντιμετώπιζαν προβλήματα με συναισθηματική απόσυρση και προβλήματα εξωτερίκευσης, ενώ τα αγόρια μητέρων με μέτρια επίπεδα TSH είχαν επιθετική συμπεριφορά. Τα υψηλά επίπεδα FT4 της μητέρας οδήγησαν σε αγχώδη/καταθλιπτική και συνολικά προβληματική συμπεριφορά των γιων τους κατά την προσχολική ηλικία, ενώ τα χαμηλά επίπεδα FT4 σε επιθετική συμπεριφορά.
Από τα ευρήματα αυτά, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών της μητέρας επηρεάζουν τη συμπεριφορική ανάπτυξη των αγοριών προσχολικής ηλικίας.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism της αμερικανικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας.
Πηγή